«Λιθιά γρόμπια»- διήγημα του Άρη Δάγλα

Του Άρη Δάγλα

-Γου τρομάρα μου η μαυροκίσσααααα, έσκουξε η Διαμάντω, πλέκοντας τα δάχτυλά της και γυρίζοντας τα χέρια της με τις παλάμες αποκουπισμένες προς τον ουρανό…
-Τι έπαθες μωρή σκαροβλογιασμένη και με λαβοκατίνισες; Απάντησε μακρόσυρτα η Βδοκιά, μαζώνοντας το κότολό της απάνου απ’ τα στραγάλια.
-Κάτι γλέπω που πλέει πέρα κει, στην πλακούτσα πίσωθε, σα και να μου κάζει πως είναι άνθρωπος, είπε έντρομη εκείνη.
-Για να ζ’γώσω μωρή να ιδώ. Και ποιος να’ ναι εδεκεί δίχως να κουνιέται όπως το κούρβ’λο; Μην είναι κάνας μπόγος με χοντροσκούτια; Ψιθύρισε η Βδοκιά ζυγώνοντας με προσοχή και πατώντας βράχο βράχο, μη λάχει και …μπρουτσαφλίσει τα ποδάρια της.
-Έλα και συ από κοντά γιατί σκιάζομαι μοναχή μου, κάλεσε τη Διαμάντω. Μην είναι κανένας πινιμένος και κόψω το αίμα μου…
-Στάκα να νέρτω κάνε, είπε και σάλτησε με φόβο κι εκείνη κατά κει. Έλα και σε πρόκαμα, βάστα μου το χέρι μη σκοτωθώ και ξαφουρδάει η πλακούτσα, είπε με αγωνία. Είναι γιομάτη γλίτσα και σφουγγλιά. Κι απκάτθε είναι σπρούχνη οι καλογρίτσες…
Και λέγοντας αυτά, ζυγώσανε στο μέρος που έπλεε ο «μπόγος»…

-Μωρή αχρόνιαγη είναι άνθρωπος ευτός! Είπε πνιχτά η Διαμάντω, μπήγοντας τα νύχια της στο χέρι της Βδοκιάς, κάνοντάς την να βελάξει απ’ το πόνο.
-Ο Γιάννης ο Αλητρούητος, φούσκα απ’ το νερό τρομάρα μου, ούρλιαξε εκείνη, φέρνοντας τα χέρια στο πρόσωπο.
-Λες να’ ναι ευτός δα; Απάντησε η Διαμάντω και κοντοστάθηκε. Είναι με τα μούτρα μες στο νερό και δε καλοφαίνεται. Να τον αποκουπίσουμε να ιδούμε;
– Και ποιος μπορεί να τονε μπατάρει τόσος πό’γινε; Θέλει γραμπίο ξεματοχινό, είπε η Βδοκιά, αλησμονώντας προς στιγμή το φόβο της. Κάτσε να σαλτήσω μες τη βάρκα του Κώτσου του Ζμπέρνα να δω μην έχει, πρόσθεσε αφοσιωμένη στη σκέψη της.
Η περιέργεια και των δυο γυναικών είχε νικήσει το δισταγμό τους. Έτσι, αφού ήβρανε τα σύνεργα, αρχίσανε να προσπαθούνε να αποκουπίσουνε το πτώμα για να δούνε ποιος ήτανε. Το πρήξιμο απ΄το θαλασσόνερο έκανε δύσκολη την αναγνώριση πίσωθε κι έπρεπε να μπατάρει με τη μουσούδα για να νοήσουνε. Μετά από κόπο μεγάλο, τα καταφέρανε…

-Γου ο ασίφταος… Ο Αντρέας ο Κούτσαβλος είναι και τον επεράσαμε για τον Αλητρούιτο. Με τόσο νερό πο’ πιε έγινε φ’σκάργανο πού να τονε χωρίσω; Είπε με έκπληξη η Διαμάντω.
-Θα χε πιεί πρώτα κανιά στέρνα κρασί και θα του’ ρτε φεστίδιο κοντεύει τρομάρα μουουου, απάντησε η Βδοκιά. Δε τονε γλέπεις πο’ ναι τσαμπούνι;
-Λιθιά γρόμπια μαθές, που να τσιτώσει; Σα και το δικόνε μου το προκομμένονε που θέλει νια λάτα ούζο  στη καθισά του. Ούλοι τα ίδια σκατά είναι άμα μπλέξ’νε…
-Και τώρα τι θα τονε κάμουμε; Κοιταχτήκανε και οι δύο με απορία…

-Σύρε στο χωριό να πας τα χαμπέρια να ρτουνε με κανιά σκάλα να τονε σύρουνε για το κονάκι του, είπε η Διαμάντω στη Βδοκιά που’ τανε μικρότερη.
-Ακούς καημένεεε… Είπε εκείνη. Και να κάτσω δω με το πεθαμένονε; Ότι εχέστηκα. Σκιάζομαι μανούλα μου. Κι αν σκωθεί και με γουρλώσει;
-Τι να σου κάμει ο έρμος, έτσι πούναι τούμπανο; Και ζωντανός, έτσι ήτανε, μαγκούφης. Δε τονε ζύγωνε ούτε γαϊδούρα αξεθύμαη… Ασ’λούπωτος νια ζωή, απάντησε η Διαμάντω με αποδοκιμασία κοιτάζοντας το φουσκωμένο κουφάρι.
-Ντράπει ορή κι είναι πεθαμένος. Δε κάνει να λες τέτοια αφσκόλογα. Πιάσε να τονε τραβήξουμε όξου κάνε, και θα τρυπώσ’νε μες το καταπιώνα του οι παουρομάνες. Τσάκωσε το μπγιενάρι του με το γραμπίο εσύ και γω τη μανίκα να τονε κωλοσύρουμε στα γουλιά, είπε η Βδοκιά και ανασήκωσε τη τσίπα της μη της πέσει στη θάλασσα. Ήτανε γεροδεμένη και μπασταλάμενη, με θυμό μέσα της και δύναμη σαν άντρας.
Το πρησμένο σώμα του Κούτσαβλου, μπαταρισμένο απούκουπα, φαινότανε τρομαχτικό.
-Τα μάτια του είναι θαμπά και τ’ αχείλια του φουσκωμένα απ’ τ’ αλάτι σα βρακατσάνοι, παρατήρησε από κοντά η Διαμάντω. Τα κομπιά απ’ το πκάμ’σό του χαλεύ’νε ν’ αγαντάρ’νε τη μπάκα του που’ ναι τούμπανο, αλλά σε λίγο θα κοπούνε όσο περάει η ώρα γιατί θα φ΄σκώσει κι άλλο… Εγίνηκε μπουρδούκι απ’ την αρμούρα.

-Τα βλιασμένα τα χέρια του εμείνανε ξυλιασμένα σα κούτσουπα τ’ αχάρι’στα, συμπλήρωσε η Βδοκιά. Άστονε εδεδώ κάνε πό’ χει αντηλιακό απκάτου απ’ τσι μάζες, να τρεχάξουμε αντάμα ντρίτα στο χωριό να φέρουμε αγιούτο.
Και μ’ αυτά τα λόγια, πήρανε με βιάση την ανηφόρα κρατώντας τις τσίπες τους να μη τις πάρει ο αέρας.
Σε λίγη ώρα ένα λεφούσι κατέβαινε προς τη θάλασσα. Μπαρδαμάσκος μεγάλος εγίνηκε. Γριές, γερόντοι, γυναίκες, άντρες και παιδιά τρέχανε σκούζοντας να δούνε το θέαμα, πιότερο από περιέργεια παρά από λύπη.
Ο Μήτσος ο Π’νιάτας έτρεχε μπροστά κρατώντας μια τριχιά, και δίπλα του ο Μίχος ο Κοτσύφης. Λίγο πίσω τους, ερχόντανε κι άλλοι νεαροί κρατώντας μια σκάλα. Σα φτάσανε, κάμανε το σταυρό τους και κάνανε νοήματα στο πλήθος να κοντοσταθεί, μιας και το θέαμα ήτανε αποκρουστικό.
-Φέρτε νια μεντανία να τονε κλουπώσ’με μωρές κοπέλεεεες! Φώναξε ο Μήτσος. Μη δούνε τα παιδάκια τη μ’σούδα του που ναι σκασμένη και λαμπάξ’νε.
-Ορές πώς εκατάντησε έτσι ο καψερός, συμπλήρωσε ο Μίχος. Εποληώρα τον είδα που καθότανε στο μαγαζί του Κάψα κι έπινε το μπρινιόγκο του. Το στερνό του πα να πει…
-Μην έχει γυναίκα και παιδιά να τονε χαλέψ΄νε; Ακούστηκε η φωνή της Μαγδάλως, της γυναίκας του Μίχου. Αν δεν ήτανε η Βδοκιά με τη Διαμάντω να’ ρτουνε κάτω φτου στη βλύχα να γλυκάνουνε τα σκ’τιά τσου, θα τονε βρίσκανε μεθαύριο μεσοπέλαγα να βοσκάνε απάνθενέ του τα γλαρόνια.
-Ναι, είδαμε και το Θοδωρή το Μπόσκο που’ χε γυναίκα και παιδί, κι απ’ τη γκρίνια τση τη πολλή εγύρισε το κατσαούνι του ως πίσω στ’ αυτί του… Απάντησε ο Μίχος.
-Εκεινού τού’ ρτε αλμπαζία σαν άκουσε πως η κοπέλα του ξελόγγωνε απάς στη Κουτρούλα με το παιδί του Κούτλα. Δε το’ φταιξε η γυναίκα του. Βέβα ήπρεπε να τη συμμάσσει από νωρίς που φαρομάναε ντόρκα και ζόρκα και γύρ’ζε το βράδυ ξαγγλισμένη και γιομάτη τριβόλια στ’ μαγγ’φιά τση.
-Όχι θα καθόντανε αξεραθύμγη σα την αδερφή σου τη Δέσπω, πετάχτηκε η γυναίκα του Θοδωρή που στο μεταξύ είχε φτάσει κι αυτή κοντά στο πτώμα, μαζί με ολόκληρο σχεδόν το χωριό.  Αυτά λέτε για μένα και τη κοπέλα μου; Κοίτα να συμμάσσεις εσύ τη δική σου που γυρίζει ούλη μέρα στη Κουτάβα με νια γίδα τάχα μου να τη βοσκήσει και δε ξέρω τίνος τη πεσωμένη νταχτιρντίζει… Συμπλήρωσε οργσμένη.
-Τι είπες μωρή αξανάσαη που να σε βαρέσει ο μαύρος ο λέφας; Απάντησε αμέσως η Μαγδάλω και με δυο σάλτα, βρέθηκε απάς τη πλάτη της κι άρχισε να τη δαγκάει. Την άλλη στιγμή, οι δυο γυναίκες βρεθήκανε κουβάρι πάνω στο πτώμα του Αντρέα του Κούτσαβλου, να βρίζονται και να μαλλιοτραβιούνται. Οι παρευρισκόμενοι λαβοκατινίσανε αλλά ήταν μαθημένοι από τέτοια στο νησί.

-Άστες να σκοτωθούνε, φώναξε η Βδοκιά. Ο πινιμένος τι φταίει να ξαναπινιγεί; Για ώρα για μομέντο θα πέσουνε κι οι τρεις πάλε μέσα.
-Πάρε τη κανδέλα ορέ Μίχο και μέτρησέ τση τα πλευρά! Είπε αποφασιστικά η Διαμάντω. Εσύ σαι ο κύρης τση και την αφήνεις να κυλιέται μ’ένα πεθαμένονε; Κοπάνα τήνε να τηνέ κάμεις σκώτι…
Ο Μίχος ντροπιασμένος, άρπαξε τη γυναίκα του απ’ τα χέρια και την απομάκρυνε απ’ τον καβγά. Η άλλη, με τα μαλλιά λυμένα, συνέχισε να καταριέται και να σκούζει:
-Που να μη σε βρει το πρωί μωρή αραποβλογιασμένη! Παλιογίδα Μαγδάλω που να βγάλεις τη κακιά τη φρυγανίδα!
Έσκουζε παρότι έβλεπε την αντίπαλό της να απομακρύνεται σηκωτή απ’ τον άντρα της. Μα κι εκείνη παρότι μακριά, δεν το’ βαζε κάτω:
-Πού να ρτει ο άντρας ο δικός σου να σε συμμάσσει που ναι ο στόμας του πισ’ στη σφαή του μωρή αξανάσαη; Χάει στο έρο το διάολο  παλιοξεβέλασμα που σό’ δωκα κι αξία.
Η μάχη κράτησε λίγο ακόμα αλλά σύντομα ξεθύμανε. Οι άντρες φόρτωσαν στη σκάλα το πτώμα του Κούτσαβλου και αφού το σκεπάσανε με τη νιτσεράδα, τραβήξανε για το χωριό. Τα παιδιά, μισοξυπόλυτα είχαν περικλυκλώσει το αυτοσχέδιο φορείο και πάσχιζαν να δουν κάτι απ’ τον πεθαμένο.
-Βολύμι είναι ο σχωρεμένος, είπε ο  Μήτσος ο Π’νιάτας…

– Α κιό ήτανε λ’μοξίφτερο απάντησε ο Νίκος ο Μπούρμπουλας, ένας απ’ αυτούς  που κρατούσανε  τη σκάλα. Εβάρυνε κοντεύει απ’ το πολύ το αλατόνερο πό’ πγιε.
-Μας εμισόκοψε να τονε κ’βαλάμε. Στη μεγάλη μερτσίνα να’ λλάξ’με βάσταμα, πρόσθεσε ο Μίχος ο Κοτσύφης. Και οι άλλοι συμφώνησαν μιας και ο δρόμος ήτανε ανηφορικός και ο ήλιος καυτός.
Μ’ αυτά και με κείνα, ο πεθαμένος επήγε γραμμή στο σπίτι του… καραΐσα κι όλο το χωριό άλλη κουβέντα δεν είχε για το πώς πνίγηκε και τι τρομάρα πήρανε οι γυναίκες που ανακαλύψανε το πτώμα του στη θάλασσα. Οι μοιρολογίστρες πήρανε τη θέση τους γύρω στον πνιγμένο αλλά με λιγοστή όρεξη, μιας και ο νεκρός δεν είχε σόι και συγγενείς για να τις φιλέψει κι έτσι η Τασά η ντύστρα ήταν απρόθυμη γκρινιάζοντας, καθώς έκανε το μακάβριό της καθήκον:
-Κάμτο δω το βλιασμένο το χέρι σου που να στο φάει η σάπη! Είπε, λες και ο Κούτσαβλος ήτανε ζωντανός και μπορούσε να την ακούσει. Και πού νά’ βρω νεκροσκούτι που να σε ντένει μωρέ ολόμαυρε τόσος πόγινες σα βαντάκα; Μωρή Φταλία, φέρε μου το σάισμα να τονε τ’λίξω και δε βαστάου άλλο, επάρτηκε η μέσ’ μου, είπε  προστάζοντας μια γειτόνισσα που ήρθε να βοηθήσει.
-Ε μωρή ακλερονόμ’στη με το σάισμα θα τονε ντύσεις; Απάντησε η Φταλία. Έτσι θα πάει στον άλλο κόσμο; Σα το τραΐ;
-Γιατί; Μη τονε μαλλινίζει και τονε πιάσει τρωούρα; Την έκοψε η  Τασά κυνικά. Φέα να φύω και σε λίγο θα κατελώσει και θα΄νάρτ’νε οι σερσέλοι…
– Μα δε κάνει να τονε ιδεί ο κόσμος τυλιμένονε στο τραόμαλλο μωρηηηή! Φώναξε αποφασισμένη η Φταλία. Στάκα να πάρω ένα σεντόνι να τονε μαγκ’φιάσω και να μοιάζει με πκάμ’σο κάνε, είπε και χωρίς να αφήσει περιθώρια αντίδρασης στην Τασά, πετάχτηκε πάνω και γύρισε σε λίγο μ’ ένα άσπρο σεντόνι.
-Για’τρα θιατέρα μ’ και πού τού’ βρηκες ευτίνο; Ρώτησε η ντύστρα.

-Εδεκεί ήτανε μαζωμένο, λες και τού’ξερε ο αχρόνιαος, απάντησε εκείνη. Βάστα να τονε πλύνω πρώτα με λίγο κρασί να πάει χορτάτος.
-Μη το μ’ρίσει και σκωθεί, είπε αστεία η Βδοκιά που στο μεταξύ παρακολουθούσε την κουβέντα και θεωρούσε ότι δικαιωματικά έπρεπε να συμμετέχει σε όλες τις πράξεις του δράματος.
-Τσώπα μωρή τώρα να τονε ξεγβάλουμε δώθε, είπε η Φταλία και θα μας πάρει η νύχτα. Σύρε να φέρεις το παπά Κωσταντή να τονε διαβάσει. Κρίνε και σε κειά τα παλιόπαιδα να πάνε για τα ξαπτέρ’γα και το σταυρό και να κοπιάσ’νε δώθε.
-Χα, θα πάου σαραντάκαπνη. Κάτσε ‘φτου εσύ με τη Τασά, είπε η Βδοκιά κι έτρεξε να φέρει τον παπά.
Η φροντίδα του νεκρού είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η αυλή του χαμόσπιτου ήταν γεμάτη κόσμο που συζητούσε αστειευόμενος για το πώς πνίγηκε ο Αντρέας ο Κούτσαβλος.
-Μωρέ τού’ ρτε κόλπο και σκροβοντίστ’κε στα βράχια, είπε ένας απ’ τους γείτονες.
-Μπα, δεν είχε πληγές και κοψές π’θενά, είπε ένας άλλος.
-Σίγουρα τότε απ’ το πολύ κρασί θα παραπάτ’σε και επινίηκε σε νια οργιά νερό, είπε ο πρώτος.
Και οι διαγνώσεις έδιναν κι έπαιρναν μεταξύ των «πενθούντων»…

Σε λίγη ώρα φανήκανε και τα αγιόκορμα με τα ξεπτέρυγα και το θυμιατό καρτερώντας τον ιερέα. Ξαφνικά όμως, μια ανατριχιαστική κραυγή ακούστηκε μέσα απ’ το καλύβι του πεθαμένου:
-Τρεχάτε κόσμε και εσκώθκεεεεε, εσκουξε η Φταλία. Μό’ πιασε το χέρι ο σαποφαωμένος… Εβρικολάκιασεεεε!
Στα λόγια αυτά, άλλοι λακίσανε απ’ την αυλή τρέχοντας κι άλλοι μπήκανε μέσα με επιφύλαξη, αλλά γεμάτοι περιέργεια να δούνε το …βρικόλακα. Μα ο Κούτσαβλος, συνέχιζε να κείτεται ξαπλωμένος κι ακούνητος.
Σύντομα ο τρόμος, έγινε γέλιο τρανταχτό σαν άκουσαν την Τασά να φωνάζει:
-Μωρή χαμένη, δε σέ πιασε ευτός. Νια έρμη παουρομάνα ξεθαλάμωσε απ΄τη τσέπη του και σε δάγκασε. Τσάκωσέ τηνα να τη βράσω πο’ χω και κάτι χουχλίδια απ’ τα ψες…
-Θέος σχωρέστονε κάνε…. Για χάλεψε και τς άλλες τσέπες μη έβρεις και κάνα προσφορίτη, είπε η Φταλία βρίσκοντας την ψυχραιμία και μαζί μ’ αυτήν και το χιούμορ της…
Έτσι, ο πνιγμένος, οδηγήθηκε στη  τελευταία του κατοικία μέσα σε γέλια και πειράγματα, όπως γινότανε πάντα στο νησί της μούρλιας και του παραλογισμού: Το Μεγανήσι.

Πηγή: Άρης Δάγλας