Μεγάλη Παρασκευή…

Εσύ μάζευε τις παπαρούνες,μου ‘λεγε η γιαγιά μου,είδες που είναι κόκκινες?Σαν το αίμα του Χριστού που σταυρώθηκε για μας.Μεγάλη Παρασκευή πρωί-πρωί,πήγαινα με τη γιαγιά μου να μαζέψω λουλούδια γιά τον Επιτάφιο.Δεν πιστεύω να χτενίστηκες σήμερα το πρωί μου ΄λεγε, μη πλυθείς και μη χτενιστείς τούτη τη μέρα παιδάκι μου…

Τη Μεγάλη Παρασκευή ,δεν έβαζε στο στόμα της ούτε νερό ως το μεσημέρι, που έπαιρνε στο χέρι της το αντίδωρο της Αποκαθήλωσης,μόνο με ξύδι έβρεχε τα χείλη της κι έλεγε,όποιος παιδάκι μου δε νυστέψει γιά το αντίδωρο,μη κάτσει σε τραπέζι να φάει.Τάβλα δεν στρώνονταν σε κανένα Μεγανησιώτικο σπίτι,ως και το λάδι ήταν απαγορευμένο.Ψάρα(σαλατικό) με ξύδι και αλάτι χοντρό,βρεχτάρια(κουκιά νερόβραστα με ρίγανη και αλάτι) και χταπόδι ξυδάτο βρασμένα από την προηγούμενη αλλά και ψωμί ξερό βρεγμένο με ξύδι, ήταν τα δημοφιλέστερα φαγητά της ημέρας.
Πιο παλιά στα δικά μου χρόνια,έλεγε η γιαγιά,οι γυναίκες έπιναν ξύδι με καπνιά απ’το τζάκι,για να συμπάσχουν στα πάθη του Κυρίου.Ανατρίχιαζα και φοβόμουν όταν μου’λεγε πως η χεορότερη κατάρα που μπορούσες να πεις σε κάποιον ήταν «Της Μεγάλης Παρασκευής το τραπέζι να στρώσεις στο σπίτι σου»,και μου’λεγε πως αυτή η κατάρα έφερνε συμφορά και έκλεινε τα σπίτια.
Και έλεγε πως ήταν αμαρτία τη Μεγάλη Παρασκευή οι νοικοκυρές να κάνουν δουλειές στα σπίτια.Δεν ασβέστωναν, δεν σκούπιζαν, δεν έπλεναν και κυρίως δεν ζύμωναν ψωμί και δεν έφερναν σπίτι φρέσκο νερό από το πηγάδι.
Και αφού πηγαίναμε στην εκκλησία με τις αγκαλιές γεμάτες λουλούδια, πάντα μπερδευόμουν.Από τη μία η γιαγιά μου μ’είχε πείσει πως τούτη τη μέρα πενθούμε,ακόμα και ο ουρανός κλαίει παιδάκι μου,έλεγε όταν σκοτείνιαζε και έριχνε καμιά ψυχάλα,και απ’την άλλη,τα χρώματα των λουλουδιών έστηναν χορό μπροστά στα παιδικά μου μάτια.
Ήξερα όμως και ακόμα το λέω,πως το χρώμα της Μεγάλης Παρασκευής στο Μεγανήσι είναι  κόκκινο σαν τις παπαρούνες και κίτρινο σαν τις μαργαρίτες που  μ’ έβαζε να περνάω μία-μία με τη βελόνα στην κλωστή και να φτάχνω γιρλάντες για τον επιτάφιο.
Το βράδυ ανεβασμένη στο στασίδι της γιαγιάς μου,ζήλευα τα μεγάλα κορίτσια,που μαυροφορεμένα είχαν στηθεί δεξιά από τον Επιτάφιο και έψαλλαν με τη σειρά τους «Αι μυροφόραι μύρα…».
Το κάψιμο του ιούδα ήταν αντρική δουλειά.Ένα τσούρμο πιτσιρίκια μαζευόμασταν το απόγευμα,να δούμε τον Ιούδα φτιαγμένο από άχυρα συνήθως, και τον θυμάμαι σαν βασιλιά καρνάβαλο πάνω στο άρμα του,μια βάρκα παλιά,να τυλίγεται στις φλόγες.
»…Ω γλυκύ μου έαρ…»συνέχιζαν τα κορίτσια και η γιαγιά μου που δεν ήξερε να διαβάζει και τα θυμόταν όλα απ’έξω, έκλαιγε.
Το λουλούδι και το κεράκι από τον Επιτάφιο μας το’κανε φυλαχτό.Κράταγε πάντα ένα κομματάκι κερί για τον γιό της -τον πατέρα μου-,για να’χεις θάλασσες καλές του’λεγε όταν του το έδινε.
…Έλα να μαζέψουμε ένα ματσάκι κόκκινες παπαρούνες γιά τον Επιτάφιο λέω στην κόρη μου, ανήμερα της Μ.Παρασκευής.
Από την Κωνσταντίνα Δάγλα.