Μεγανησιώτικες παροιμίες και παροιμιακές εκφράσεις (Μέρος 1ο)

 

Είναι δύσκολο να πει κανείς τι ακριβώς είναι η παροιμία, να της προσδώσει δηλαδή έναν ακριβή ορισμό. Ο καθηγητής Δημ. Λουκάτος τις χωρίζει σε τρεις κατηγορίες. Τις «ειδικές ή περιστασιακές», που χρησιμοποιούμε σαν παραδείγματα για να δείξουμε κάτι (πχ «Επήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος»), τις «γνωμικές» παροιμίες που με τρόπο σοφό και λακωνικό μας διδάσκουν ή διαπιστώνουν κάτι μόνιμο (πχ «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε») και τις «παροιμιακές εκφράσεις» που με στερεότυπο τρόπο, συνήθως μεταφορικό, αποδίδουν δικές τους εικόνες (πχ. «Σαν τα χιόνια»).

Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε όλες τις Μεγανησιώτικες παροιμίες που καταφέραμε να συγκεντρώσουμε.  Σαφώς θα υπάρχουν κι άλλες που μας διαφεύγουν ή που δεν είναι πια εύχρηστες και χάθηκαν. Ο αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι κάποιες εξ αυτών είναι κοινές ή παρεμφερείς με άλλες που υπάρχουν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στο ότι προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε τη λογική της συγκριτικής λαογραφίας που καταγράφει ακόμα και ανεπαίσθητες διαφορές στην έκφορά ή τη σημειολογία, ώστε να μπορεί  κάποιος να εργαστεί διαχρονικά πάνω στις λεκτικές διαφοροποιήσεις, ψαύοντας τις ρίζες τους. Είναι η ίδια μεθοδολογία που εφάρμοσε και ο Λευκαδίτης λαογράφος Πανταζής Κοντομίχης στο βιβλίο του «Παροιμίες από τη Λευκάδα», το οποίο αποδείχτηκε πολύτιμος οδηγός. Ειδικότερα για τη Λευκάδα, υπάρχουν πολλές ταυτίσεις και συγκλίσεις των παροιμιών της με αυτές των Μεγανησιωτών, ασφαλώς λόγω της γειτνίασης.  

Η παρουσίαση θα γίνει σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι τούτο εδώ, που συγκεντρώνει 154 παροιμίες, κυρίως των δύο πρώτων κατηγοριών του Λουκάτου. Στο δεύτερο μέρος θα δούμε τις παροιμιακές εκφράσεις του Μεγανησίου που είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικές για το πνεύμα και την ντοπιολαλιά του Μεγανησίου. Και στα δύο άρθρα, υπάρχουν περιπτώσεις παροιμιών μοναδικών, πράγμα που σημαίνει ότι είναι γέννημα θρέμμα του νησιού μας. Υπάρχουν ακόμα πολλές που καταγράφονται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε. Προσπαθήσαμε, όπου κρίναμε απαραίτητο, να δώσουμε κάποιες επεξηγήσεις ως προς την γλώσσα και το νόημα της παροιμίας. Φυσικά όλοι είναι ελεύθεροι και ευπρόσδεκτοι στο να συμβάλουν στον εμπλουτισμό τους, ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχικό corpus παροιμιών, μια ηλεκτρονική παρακαταθήκη θα λέγαμε. Εκτός των άλλων, θα είναι αναμφίβολα διασκεδαστικό!

1.Άβρακος βρακί δεν είχε, του’ δε και τσερλίστηκε. (Εννοείται από τη χαρά του).

2.Ο π’ αγαπάει, συναπαντάει.

3.Θέλω ν’ αγιάσω κι ο διάουλος δε μ’ αφήνει.

4.Κάλλιο σκύλο από την Κρήτη, παρά φίλο Αγιομαυρίτη.

5.Τ’ Άϊ Λιός, γυρίζει ο καιρός αλλιώς.

6.Άι-Νικόλα βόηθα με- Κούνα κι εσύ τα χέρια σου. (Κατά το «Συν Αθηνά και χείρα κίνει»)

7.Εσύ αγκαστρώνεις και παπά. (Για κάποιον που καθυστερεί να μιλήσει ή τερατολογεί).  

8.Αγκαστρώνει γαϊδούρα στον ανήφορο. (Ειρωνικά. Υπονοεί αντοχή, σθένος)

9.Δεν αδειάζω ούτε να ξυστώ. (Δεν έχω χρόνο)

10.Δεν αδειάζω ούτε να πεθάνω. (Ομοίως)

11.Η αδερφή τον αδερφό, τον έχει εικόνα και σταυρό.

12.Τσ’ ακαμάτρας το βελόνι, πέντε οργιές κλωνά  δε σκώνει.

13.Μαζί κουβεντιάζουμε και χώρια συνεννογιόμαστε.

14.Η αλπού είχε αργατιά κι εκείνη αρατολόγαε. (Για κάποιον που δεν κοιτάζει τις δουλειές του, αλλά ασχολείται με άσχετα πράγματα).

15.Όποιος λέει ψέματα πέφτει μες στα αίματα, κι όποιος λέει αλήθεια έχει το Χριστό βοήθεια.

16.Άλλα λέει η θειά μ’, κι άλλα ακούν τ’ αυτιά μ’.

17.Αλλού τραβάει ο γάιδαρος κι αλλού πάει το σαμάρι.

18.Αλλού πατεί κι αλλού βρίσκεται. (Είναι σε σύγχυση)

19.Η αλπού εκατό χρονώνε και το αλπουδάκι εκατόν ένα. (Ο μικρός πολλές φορές είναι πιο πονηρός από τον μεγαλύτερο)

20.Την πλήρωσα τη νύφη. (Έπαθα κάτι χωρίς να φταίω).

21.Άλλος σκάφτει και κλαδεύει, κι άλλος πίνει και μεθάει.

22.Θα σου δείξω ‘γω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος. (Συνήθως με απειλητικό τόνο, σημαίνει επικείμενη τιμωρία).

23.Άρατε πύλατε και πάρτε πυλεόνια! (Παράφραση του Ψαλμού 23.7 «Άρατε πύλας, άρχοντες ημών/ και επάρθητε πύλαι αιώνιοι». Υποδηλώνει κατάσταση απελπισίας ή μεγάλη ανακατωσούρα).

24.Να ‘μουν το Μάη γάιδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, ούλο το χρόνο κόκορος και γάτος το Γενάρη.

25.Να σου πει ο παπάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι. (Συνήθως απάντηση στο «Να σου πω!»)

26.Βάστα με να σε βαστώ, ν’ ανεβούμε το βουνό.

27.Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρουδιά την έχει.

28.Μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. (Ήτοι, ωφελείται κι αυτός που δεν το αξίζει).

29.Τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο. (Τον έβρισε, τον προπηλάκισε).

30.Έκλασε η νύφη, σκόλασε ο γάμος. (Για κάτι που τελειώνει απότομα ή αναίτια).

31.Γειά σου και χαρά σ’, κι ένας γάιδαρος μπροστά σ’! (Κοροϊδευτικός χαιρετισμός).

32.Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε. (Υπονοεί την προνοητικότητα).

33.Νια χαρά και πέντε γέλια. (Ειρωνικά, δηλαδή τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά).

34.Γέλια,γέλια- Κλάψα, κλάψα. (Γι’ αυτόν που απερίσκεπτα χαίρεται εξαρχής χωρίς να συνυπολογίζει τις συνέπειες).

35.Χιόνι πέφτει το Γενάρη και χαρά στον Αλωνάρη. (Υποτίθεται ότι ο βαρύς χειμώνας συνεπάγεται αποδοτικό καλοκαίρι).

36.Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τόνε βαφτίσαμε. (Γι’ αυτούς που βιάζονται να προδικάσουν ή να χαρακτηρίσουν).

37.Πάλε Γιάννη μάγγανα! (Για κάποιον που επαναλαμβάνεται. Το μάγγανο ή ο μάγγανος ήταν εργαλείο κατεργασίας του λιναριού).

38.Τί κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω! (Για κάποιον που αποφεύγει να απαντήσει ή λέει άλλα αντ’ άλλων).

39.Ο παθός κι ο μαθός. (Όποιος πάθει, μαθαίνει).

40.Ήθελές τα και έπαθές τα. (Πήγαινες γυρεύοντας).

41.Σα τση γίδας το τομάρι. (Για κάποιον που φοράει διαρκώς τα ίδια ρούχα).

42.Κουρεμάδι γίδι που πας στο πανηγύρι. (Κοροϊδευτικά για κάποιον που έχει κουρευτεί «πρώτο νούμερο»!)

43.Να’ χεις την ευκή μου και τη σέλα απ’ το βρακί μου. (Ειρωνικά, σκωπτικά).

44.Ούλα τα γρούνια τ’ν ίδια μσούδα έχ’νε. (Όλοι οι κακοί είναι κατά βάθος ίδιοι).

45.Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει.

46.Εγλυκάθηκε η γριά στα σύκα, τρώει και τα σ’κόφυλλα. (Για τον αχόρταγο).

47.Πες γριά καλόνε λόγο… (Εννοείται, μην γρουσουζεύεις).

48.Είπαμε στη γριά να κλάσει κι εκείνη εξεκ….τηκε. (Για κάποιον που το έχει παρακάνει).

49.Έμαθε ζόρκος και του κακοφαίνεται ντμένος. (Γι’ αυτόν που δεν έχει συνηθίσει στην καλοπέραση).

50.Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καραμαντάλω.

51.Τί γυρεύεις, τι χαλεύεις. (Άστα καλύτερα, μην προσπαθείς να βρεις άκρη).

52.Τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει. (Παρεμφερές με το προηγούμενο).

53.Ηύρε ο γύφτος τη γενιά τ’ κι αναγάλλιασε η καρδιά τ’. (Όταν συναντιούνται δύο παρόμοιοι άνθρωποι)

54.Δανεικά κι αγύργα.

55. Τον έδεσε το γάιδαρό τση. (Συνήθως για γυναίκες που παντρεύονται, υπονοεί αποκατάσταση).

56. Ο διάουλος έχει πολλά ποδάρια. (Ήτοι δεν ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει).

57. Σα σπάσει ο διάουλος το ποδάρι τ’. (Αν κάτι πραγματοποιηθεί, αντίθετα με τις πιθανότητες).

58. Πάρτε διαόλοι βάγια! (Για κάποιον που σκορπάει ή διαμοιράζει απερίσκεπτα την περιουσία του).

59.Θέλει κώλο κι αντικώλο και κομμάτι απ’ άλλο κώλο. (Δηλαδή απαιτείται σκληρή προσπάθεια).

60. Απ’ το θέρο ως τς ελιές, δεν απολείπουν οι δ’λειές.

61.Έκαμε τα έρμα σκότεινα. (Χειροτέρεψε τα πράγματα).

62.Όποιος έχει σέται, κι όποιος δεν έχει ξέται. (Υπονοεί χρήματα. Σέται σημαίνει κουνιέται και λυγίζεται, δηλαδή καμαρώνει. Ξέται σημαίνει ξύνεται, είναι σε αμηχανία).

63.Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα βολές είν’ αδειανό και νια βολά γιομάτο.

64. Άντρα θέλω, τώρα τόνε θέλω. (Για κάποιον που αδημονεί για το προσδοκώμενο).

65. Όποιος δε θέλει να ζμώσει, δέκα χρόνους κοσκινάει. (για τον τεμπέλη).

66. Ίσα βάρκα, ίσα νερά. (Πάτσι, χωρίς απώλειες ή κέρδη).

67. Την κάτσαμε τη βάρκα! (Αποτύχαμε, κάναμε μεγάλο σφάλμα).

68. Σήκω π…. μ’ να κάτσ’ η θειά σ’! (Προτροπή συνήθως σε παιδί, να παραχωρήσει τη θέση του).

69. Με στραβό μην κοιμηθείς κι από ταχιά γκαϊδίζεις. (Πρόσεχε τις κακές παρέες).

70. Στα καλά του καθουμένου. (Σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να το περιμένουμε).

71. Κάλλιο να σε ποδένω παρά να σε ταϊζω. (Για κάποιον που τρώει πολύ).

72. Στον πύργο λειτουργάνε! (Για κάποιον που δεν καταλαβαίνει τι του λένε).

73. Κάμω γάμο φαν’ παιδιά μ’, φάου γω κι η φαμελιά μου. (Για τους μοναχοφαγάδες).

74. Τούρλος λαόν εγλίτωσε και πάλιν θα γλιτώσει. (Παλιό ρητό για τον Τούρλο, από όταν έπαιζε το ρόλο οχυρού/καταφυγίου).

75.Κερατάς και ζημιωμένος. (Γι’ αυτόν που πληρώνει δίχως να φταίει και τον κατηγορούν κι από πάνω).

76.Κι εσύ κακό χερόβολο, κι εγώ κακό δεμάτι. (Δηλαδή σου φέρομαι με την ίδια κακοτροπιά, σε πληρώνω με το ίδιο νόμισμα).

77. Θα κόψω απ’ τον κώλο μου να ράψω το στόμα μου. (Υπονοεί αιματηρές οικονομίες).

78.Κολοκύθια με τη ρίγανη. (Για λόγια χαζά και ανούσια).

79. Το διάουλο να ιδείς και το σταυρό σου να κάνεις. (Να φυλάγεσαι απ’ αυτόν).

80. Στο γάμο σου θα κουβαλάω νερό με το κόσκινο. (Υπερβολή, εν είδος υπεκφυγής).

81. Όποιος με κότες κάθεται κοτσίλες θα γιομόσει. (Για τις κακές παρέες).

82.Τι; Στα κουκιά θα το ρίξουμε; (Για κάτι που αφήνεται στην τύχη).

83. Κούνια που σε κούναγε και δε σε αποκούπαγε. (Αποκούπαγε=άδειαζε, πέταγε έξω. Το λέμε γι’ αυτόν που δεν αξίζει).

84. Νάθε πήαινε απά στην τάβλα! (Υπονοεί να πήγαινε χαμένο το σπέρμα, δηλαδή να μην γεννιόσουν!).

85. Όποιος χαλεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα.

86. Υγειά και μαύρα λάχανα. (Η υγεία είναι πιο σημαντική από την καλοπέραση).

87. Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά’ το. (Μου αρκούν τα καλά σου λόγια).

88. Μάζωνε κι ας είν’ κι αράτες. (Αράτες=ρώγες σταφυλιού).

89. Κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυατέρα. (Όπως λέμε: το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει).

90. Σαν τα μάραθα… (Για κάποιον που εμφανίστηκε μετά από καιρό).

91.Μέτρα κεφάλια και κόβε σκούφιες. (Όταν πρόκειται να μοιραστεί κάτι).

92. Αν δε συνομοιάζαμε, δε συμπεθεριάζαμε.

93.Του μπήκε και του βγήκε. (Θύμωσε, πείσμωσε).

94. Κι όποιονε πάρει η μπάλα. (Εννοείται η μπάλα του κανονιού, όποιον πάρει ο Χάρος δηλαδή).

95. Σα του μπούφου το π’λί. (Για κάτι που έρχεται μόνο του, χωρίς κόπο).

96. Έχει το μυαλό αγουπάνου απ’ τη σκούφια. (Αεροβατεί)

97. Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια. (Δηλαδή καλύπτει με κάματο την έλλειψη προνοητικότητας).

98. Το μυαλό σου και μια λίρα κι ένα κέρατο από γίδα. (Ειρωνικά. Λέγεται υπό μορφή αμφισβήτησης ή και πλήρους διαφωνίας).

99. Πάει η νύφη στο π’γάδι. (Για κάποιον που στολίστηκε, που τριγυρνάει καμαρωτός).

100. Πάν’ τα νιάτα, πάν’ τα κάλλη, δε ξαναγυρνάνε πάλι.

101. Ήμ’να νιός και γέρασα. (Αναπόληση της νιότης).

102. Ούλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή τση νύφης.

103. Πώς κάθεσαι σα νύφη από Δευτέρα; (Η νύφη την Δευτέρα μετά τον γάμο δεν έκανε καμιά δουλειά, άρα υποδηλώνει τον ακαμάτη).

104. Η νύχτα βγάνει Πίσκοπο κι η αυγή Μητροπολίτη. (Τα πράγματα αλλάζουν από ώρα σε ώρα).

105. Έκαμε τη νύχτα-μέρα. (Για κάποιον που δουλεύει μέχρι αργά).

106. Δεν ξέρει να μεράσει δυο γαϊδουριώνε άχερο. (Δηλαδή είναι ανίκανος και για την πιο απλή εργασία).

107. Σκόρδο-κρεμμύδι. (Σημαίνει την διαφωνία).

108. Επέρασα του λιναριού τα πάθη. (Δηλαδή πολλά βάσανα, δεδομένου ότι η επεξεργασία του λιναριού ήταν μακρά και επίπονη).

109. Ετράβηξα των παθώνε μου τον τάραχο. (Πάρα πολλά)

110. Πάρ’ τόνε στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου. (Για την περίπτωση που κάποιος εύχεται ή επιδιώκει το αντίθετο από το θεμιτό).

111. Ή μικρός-μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.

112. Ούλοι σαν ελέανε, κι ο παπάς το «Κυργελέησον». (Για κάποιον που επιμένει στο ίδιο τροπάριο, για τον αμετάπειστο).

113.Παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του. (Δείχνει τη ματαιότητα μιας προσπάθειας).

114. Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Άϊ- Γιαννιού. (Υπαινιγμός ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι πάντα ευνοημένος ή τυχερός).

115. Γύρευε-χάλευε.

116. Τον αγκαστρώνομαι να πάου να πινιγώ! (Δηλώνει μίσος ή απέχθεια. Αν τον κυοφορούσα θα πνιγόμουν προκειμένου να πνιγεί κι αυτός!).

117. Τόνε πήε τρεις για πέντε. (Δηλαδή φοβήθηκε πολύ).

118. Τον έπιασα ζεστό και τον άφηκα κρύο. (Τον έβρισα ή τον έδειρα).

119. Τα πισινά του να’ ν’ καλά. (Για κάποιον που χαίρεται πρόσκαιρα, αλλά δεν υπολογίζει τα βάσανα που ακολουθούν).

120. Άμα πάει ένας να πινιγεί, θα πάμε ούλοι; (Σημειώνει τον κακό παραδειγματισμό).

121. Πότε ο Γιάννος δε μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. (Για αυτόν που διαμαρτύρεται με το παραμικρό).

122. Σκατά κι απόσκατα. (Κάτι που εξελίσσεται πολύ άσχημα).

123. Φρύει το σκατό του να το κάμει παξιμάδι. (Για τον τσιγκούνη).

124. Βάσανα κι σκοντάματα.

125. Μπάτε σκύλοι αλέστε, κι αλεστικά μη δίν’τε. (Για κάποιον που χάνει τον έλεγχο, συνήθως στο σπιτικό του ή στην δουλειά του).

126. Να γίνει τσιμέντο κι αντάρα. (Δηλώνει αδιαφορία, ακόμα κι αν κάτι πρόκειται να καταστραφεί).

127. Ηύρε η στραβή τ’ αρνί τση. (Δείχνει ικανοποίηση, αποκατάσταση κάποιας αδικίας ή ίσως και εκδίκηση).

128. Στραβά κουτσά κι ανάποδα.

129. Τέτοιαν ώρα, τέτοια λόγια… (Σημαίνει ότι μια παρατήρηση είναι άκαιρη και ανεδαφική).

130. Του διαόλου και του σατανά. (Για κάποιον που συγκεντ΄ρωνει πολλά κακά).

131. Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. (Για κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα μιας κατάστασης).

132. Άφ’κε γειά στα διάσελα. (Δηλαδή πέθανε).

133. Μύλος- χάρβαλος. (Κάτι πολύ μπερδεμένο ή κατεστραμμένο. Λέγεται και σε περιπτώσεις τσακωμών).

134. Στου κασιδιάρη το κεφάλι, έμαθα κι εγώ μπαρμπέρης. (Για εκείνον που πειραματίζεται με λάθος τρόπο).

135. Κάμεις-πάθεις, καρδιά μου σε πονέσει. (Κατά το «Παθός-μαθός»)

136. Όσο θέλεις μαύρη λούσου και μελαχρινή στολίσου. (Υπονοεί ότι οι ξανθές, «οι άσπρες» δηλαδή, είναι πιο όμορφες, ό,τι κι αν κάνουν οι μελαχρινές!)

137. Η νύφη όταν γεννεθεί, στην πεθερά θα μοιάσει.

138. Ψωμί, τερί δεν έχουμε, κολόνια για τ’ αρ…. μας γυρεύουμε! (Γι’ αυτούς που επιζητούν πολυτέλειες χωρίς να έχουν επιλύσει τις βασικές τους ανάγκες).

139. Ένας κλώνος έπεσε απά στ’ Αμπέλια. (Δείχνει αδιαφορία, κάτι κοινό που δεν αξίζει αναφοράς).

140. Εδώ καράβια πνίουνται, βαρκούλες π’ αρμενίζουτε. (Για κάποιον που προσπαθεί να τα καταφέρει εκεί που έχουν αποτύχει ικανότεροι).

141. Όταν σ’ έχω χρεία, μέσα Παναγία. (Για αυτόν που θυμάται τα θεία όταν τον συμφέρει).

142. Να’ μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο ντραγάτης και μες στο μισοχείμωνο, να ‘μουνα ταβερνιάρης.

143. Τι έχεις Γιάννη;- Τι ‘χα πάντα και τα πρόβατα σαράντα.

144. Ας τρώει η γριά κι ας μουρμουρίζει ο γέροντας. (Για κάποιον που καλύπτει τις ανάγκες του, παρά τις αντιδράσεις).

………………………………………………………Συμβολή αναγνωστών………………………………………..

145.Βάστα το γάιδαρο, μη στάξ’ η ορά του μέσα! (Για κάτι που είναι ασήμαντο σε σχέση με το σύνολο).

146. Νάθε καεί ο Βουρνικάς και να βουλιάξει ο Σύβρος. (Λέγεται υπό μορφή αποδοκιμασίας ή για να επισημάνει κάτι τραγελαφικό).

147. Ψηλά κι απάτητα βουνά γιομάτα μαντραούρες. (Μαντραούρες=μανιτάρια. Κι εδώ υπάρχει σκωπτική χρήση).

148. Πόρτα- πόρτα δέξου με, κι άλλη καταδέξου με. (Λέγεται για κάποιον, συνήθως γυναίκα, που τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι, πιθανόν για κουτσομπολιό).

149. Όπως τά βρες νύφη μου, κι όχι όπως τα ξέρεις. (Έχει την έννοια «ξέχνα αυτά που ήξερες»).

150. Τση καλομάνας το παιδί το πρώτο να’ ν’ κοπέλα. (Ευχή, με τη λογική ότι οι κόρες φροντίζουν τους γονείς).

151.Τα’ καμε σκορδοποδολόγα. (Τα μπέρδεψες, τα έκανες πιο περίπλοκα. Η εικόνα προφανώς προέρχεται από τα πλεγμένα μεταξύ τους σκόρδα).

152. Πάρε γουρνοκόκαλο (ή κοκαλένιο) και δώ’ μου σιδερένιο. (Λεγόταν όταν μετά από την εξαγωγή δοντιού σε μικρά παιδιά, το πετούσαν στα κεραμίδια!).

153. Νά ‘ χε μάνα/πατέρα νά ‘μοιαζε! (Κάτι σαν «το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά…»).

154. Όθεν’ είν’ το πρώτο μου σπάργανο. (Εννοείται να πάς, δηλαδή να χαθείς).

155.Ο πό ‘χει κοπέλες, κάνει και γιούς. (Σημαίνει ότι οι άντρες των κορών θα είναι σαν άλλοι γιοί).

156. Σάλτα κόρη να βρεις μοίρα μη σε λένε κακομοίρα.

157. Των μυλωνάδων τα παιδιά ψοφάνε από την πείνα. (Οξύμωρο, αφού οι μυλωνάδες έχουν άμεση πρόσβαση στο ψωμί. Δείχνει κακοδιαχείριση).

158. Είναι ο συμπέθερος γενιά, όσο το αυγό προσφάι. (Δηλαδή καθόλου).

159. Παινεσές και λίμπες άδειες. (Παινεσές=παινεψιές, καυχήματα. Λίμπες=γαβάθες. Για κάποιον που καμαρώνει για κάτι που δεν έχει).

160. Στην Απόλπαινα σγούμπα και στον κάμπο ράχη. (σγούμπα=αυχένας. Λέγεται ειρωνικά γι’ αυτόν που καμαρώνει για την περιουσία του, ενώ αυτή είναι αμελητέα).

161.  Τση καλομάνας το παιδί στσου πέντε μήνες κάθεται, στσου έξι καλοκάθεται, στσ’ εφτά και στσ’ οχτώ πάει τα πεζουλάκια.

162. Του δουλευτή ένα και κρίσινο και του ακαμάτη δύο και καθάρια. (κρίσινο=κρίθινο. Η εικόνα προέρχεται από την επινοικίαση χωραφιού, όπου ο εργάτης έπαιρνε ένα μερίδιο, ενώ ο ιδιοκτήτης, χωρίς δουλειά, δύο. Υποδηλώνει την αδικία).

163. Όσο θέλεις δούλευε, όσο θέλω δώκω. (Δηλώνει την εκμετάλλευση).

164. Σου παίρνει η κότα το ψωμί απ’ τα χέρια. (Δηλαδή είσαι χαζός, ανίκανος).

Παναγιώτης Κονιδάρης

Φαρμακοποιός-Συγγραφέας.

Βιβλιογραφία:

-Δημήτρης Σ. Λουκάτος, «Κεφαλλονίτικα γνωμικά», Αθήνα 1952

-Πανταζής Κοντομίχης, «Παροιμίες από τη Λευκάδα», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002.