Κινηματογραφικό αφιέρωμα της ARTηρίας στον Woody Allen

ARTηρία Λευκάδας

Κινηματογραφικό αφιέρωμα στον Woody Allen

3 – 7 Οκτωβρίου 2011

Όλες οι παραστάσεις αρχίζουν στις 21.30

Είσοδος Ελεύθερη – Τηλ.: 26450 22820

 

3/10 – Ο ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ (1975)

Βρισκόμαστε στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Ο Μπόρις ερωτεύεται τη μακρινή ξαδέρφη του Σόνια. Αναγκάζεται να καταταγεί στον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα και κατά τύχη, γίνεται ήρωας. Στη συνέχεια, καλεί σε μονομαχία τον απατημένο σύζυγο και κερδίζει. Επιστρέφει στη Σόνια ελπίζοντας ότι θα εγκατασταθούν μαζί κάπου στις Στέπες αλλά εκείνη έχει άλλα σχέδια. Ο Γούντι Αλεν, πριν ασχοληθεί με ρομαντικές κομεντί, τα προσωπικά δράματα και τις νευρώσεις των Νεοϋρκέζων δημιούργησε μια σειρά από κωμικές ταινίες εκ των οποίων ο «Ειρηνοποιός» θεωρείται από τις καλύτερες. Ο Γούντι Αλεν δημιουργεί μια αντιπολεμική ταινία, εξυμνώντας τη δειλία ως ύψιστη αρετή. Οι έξυπνοι, σπαρταριστοί διάλογοι και το κωμικό στοιχείο ενισχύονται από την εξαιρετική μουσική σύνθεση του Σεργκέι Προκόφιεφ.

Παίζουν: Γούντι Άλεν, Νταϊάν Κίτον, Χάρολντ Γκουλντ, Σολ Φράιντερ. (Πηγή: Ριζοσπάστης)

4/10 – Ο ΝΕΥΡΙΚΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ (1977)

Μια προσωπική ματιά του Γούντι Άλεν πάνω στις ερωτικές σχέσεις, καθώς και ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την αγάπη στα 70 είναι η ρομαντική κομεντί «Ο νευρικός εραστής».

Ο νευρωτικός και ανάρμοστος κωμικός Άλβι Σίνγκερ ερωτεύεται την εξίσου νευρωτική και ανασφαλή Άνι Χολ, μια ανερχόμενη καλλιτέχνιδα που προσπαθεί να ανθίσει στο χώρο της σόουμπιζ. Η ταινία ακολουθεί τα ίχνη της σχέσης τους από την πρώτη τους γνωριμία μέχρι το χωρισμό τους, κάνοντας αναφορά στις παιδικές αναμνήσεις, στην απαισιοδοξία, στις νευρώσεις, στα ψυχικά και ερωτικά άγχη που τους συντροφεύουν στην καθημερινότητά τους. Οι ήρωες ταλαντεύονται ανάμεσα στο συναίσθημα και τη δυσκολία των σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να κατανοήσουν τις αιτίες που οδηγούν στο χωρισμό.

Παίζουν: Γούντι Άλεν, Νταϊάν Κίτον, Τόνι Ρόμπερτς, Κάρολ Κέιν

5/10 – MANXATAN (1979)

Λίγες, πολύ λίγες ταινίες καταφέρνουν να καταγράψουν με τέτοια πιστότητα και ακρίβεια, με τέτοια καλλιτεχνική αξία και αισθητική (με θαυμάσια ασπρόμαυρη φωτογραφία και εξίσου θαυμάσια «ασπρόμαυρη» μουσική (τζαζ), το θέμα που πραγματεύονται. Ο Γούντι Άλεν κατέγραψε με απόλυτη καθαρότητα και σαφήνεια, σχεδόν αψεγάδιαστα, το μικροαστικό καλλιτεχνικό Μανχάταν. Κατέγραψε το κενό της σκέψης, την επιτήδευση του δήθεν, την ελαφρότητα της συμπεριφοράς, την επιφανειακή εξυπνάδα, αλλά και την τραγωδία αυτών των ανθρώπων. Οι οποίοι, όπως το μετέωρο βήμα του πελαργού, στέκονται αναποφάσιστοι μπροστά στο δρόμο που πρέπει να διαλέξουν. Να πάνε με τη μεριά της εργατικής τάξης, από την οποία προέρχονται και έχουν δεσμούς αίματος ή να προσχωρήσουν οριστικά στην μεγαλοαστική τάξη την οποία ορέγονται;

Τραγικά πρόσωπα οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι, έστω και αν παριστάνουν τους ευτυχισμένους. Ξέρουν πολύ καλά πως, τελικά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπηρέτες της αστικής τάξης. Υπηρέτες που προσφέρουν το άφθονο, πολλές φορές, ταλέντο τους για μερικά κόκαλα εξουσίας, για μερικές στιγμές χλιδής, για κάποιες ώρες ξεγνοιασιάς και πολυτέλειας. Ξέρουν πως, τελικά, είναι οι σύγχρονοι γελωτοποιοί του μεγαλοαστού βασιλέως! Γελωτοποιοί που περιφέρονται στις διάφορες αυλές και προσφέρουν διασκέδαση. Πνευματική και σωματική διασκέδαση. Παράλληλα, και το χειρότερο, είναι οι συντηρητές και αναπαραγωγοί μιας χυδαίας ταξικής (αστικής) ιδεολογίας. (Χιλιάδες τέτοια παραδείγματα υπάρχουν και στη μικρή χώρα μας).

Το αντίκρισμα για όλες τις παραπάνω απολαβές αυτών των τραγικών Ριγκολέτων είναι η δυστυχία τους. Πρέπει όλη την ώρα να προσποιούνται και όλη την ώρα να υποχωρούν. Αυτή η συμπεριφορά αναπόφευκτα τους οδηγεί στο να χάσουν τις όποιες αντιστάσεις είχαν στα πρώτα βήματα της ζωής τους, όταν ακόμα ήταν αγνοί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν, πια, να συνάψουν αληθινές και υγιείς σχέσεις ούτε καν μεταξύ τους. Οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι είναι, τελικά, ένα κομμάτι της κοινωνίας, απομονωμένο ακόμα και από το πολυπληθές μικροαστικό σύνολό της σημερινής ανεπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Ένα κομμάτι που πάσχει βαθιά από έλλειψη χαρακτήρα. Ένα κομμάτι που δεν διαθέτει σταθερές!

Η έλλειψη χαρακτήρα και σταθερών των μικροαστών, ιδιαιτέρα των καλλιτεχνών και διανοούμενων μικροαστών, τους φορτώνει με νευρώσεις και ανασφάλειες. Τα φαρμακεία στα μικροαστικά σπίτια, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, είναι γεμάτα με ψυχοφάρμακα. Οι ψυχίατροι έγιναν πιο πολλοί από τους παθολόγους! Τα έργα των μικροαστών καλλιτεχνών και διανοουμένων κατατρίβονται με πνευματικές και σωματικές αρρώστιες. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται είναι οι δικές τους ανασφάλειες και οι δικές τους νευρώσεις. Οι χαρακτήρες των έργων τους είναι ο δικός τους συντετριμμένος εσωτερικός κόσμος. Χαρακτήρες προβληματικοί και ανολοκλήρωτοι. Γι΄ αυτό η τέχνη τους είναι τέχνη απελπισμένη, τέχνη αδιέξοδη!

Ο Γούντι Άλεν στο θαυμάσιο «Μανχάταν» προσπάθησε να μην είναι τραγικός και δηκτικός απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Απόφυγε το δράμα και την κατευθείαν καταγγελία. Διάλεξε τη μέθοδο της σάτιρας, η οποία ναι μεν πληγώνει βαθειά, αλλά πληγώνει σχεδόν πάντα με λεπτό τρόπο! Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, προσφέρει και δυνατότητες διεξόδου. Το γέλιο είναι, μπορεί να γίνει, και σοβαρή μέθοδος αυτογνωσίας. Καθώς, σε ξεσκεπάζει «φιλικά», δεν σε απαξιώνει οριστικά, δεν σε βάζει μια και έξω απέναντι στον εαυτό σου. Δεν σου προσθέτει ενοχές. Αντίθετα σου συμπεριφέρεται με καλοσύνη. Σε παροτρύνει με ευγένεια!

Θεωρώ το «Μανχάταν», και δεν είμαι ο μόνος, σαν την καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη ταινία του Γούντι Άλεν, με εξαίρεση, ίσως τη «Βιτρίνα». Εδώ ο δαιμόνιος δημιουργός ήξερε σε βάθος το θέμα του. Είναι φανερό πως ανάμεσα στους ήρωες, κάπου εκεί μέσα βρίσκεται και η δική του σκιά. Κάπου εκεί μέσα κινείται και το δικό του φάντασμα. Οι μικροαστοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι της μεγάλης Αμερικής έχουν το «δικό τους μέρος». Το «χώρο» τους. Το Μανχάταν. Στο κομμάτι αυτό της Αμερικάνικης μεγαλούπολης, οι κάτοικοί του, πολύ κοντά κυριολεκτικά και μεταφορικά στην πραγματική και δυνατή αμερικάνικη εξουσία, τα σκληρά χρηματιστήρια και τις ανελέητες τράπεζες, παριστάνουν ότι αναπνέουν ελεύθερα, παρ΄ ό,τι ασφυκτιούν. Εδώ οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερη ανοχή στο «διαφορετικό». Είναι πιο ανοιχτοί στο «καινούριο». Εξωτερικά παρουσιάζουν μια ευτυχισμένη εικόνα. Πολύς κόσμος σε ολόκληρη την ανθρωπότητα τους ζηλεύει!

Αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο του, ο Γούντι Άλεν, με μεγάλο ψυχικό κόστος υποθέτω, τον παρουσίασε στις πραγματικές του διαστάσεις. Με πολλή αγάπη, είναι αλήθεια, αλλά χωρίς μάσκες! Οι ήρωές του, ανάμεσά τους και ο ίδιος, ο οποίος είναι γνωστό πως είναι κάτοικος και κομμάτι του Μανχάταν, σπαταλιούνται σε πολύ μικρά πράγματα σε σχέση με την αξία τους. Γοητευτικά μεν, αλλά οπωσδήποτε μικρά πράγματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις τους, οικοδομημένες μέσα στην προσποίηση και στο ψέμα, δεν κρατάνε παρά κάποιες ώρες, κάποιες μέρες, κάποιους μήνες στην καλύτερη περίπτωση. Ύστερα διαλύονται αφήνοντας πίσω τους κενά που καθημερινά μεγαλώνουν. Αυτά τα κενά γεμίζουν το κοινωνικό τοπίο του Μανχάταν με «τρύπες» μέσα στις οποίες πέφτουν είτε από απροσεξία, είτε από επιπολαιότητα, οι κάτοικοι της μικρής αυτής μικροαστικής περιοχής της Νέας Υόρκης. Και το γαϊτανάκι δεν έχει τελειωμό!

Η ταινία έχει μια βασική έλλειψη, η οποία την εμποδίζει να είναι… τέλεια. Ο δημιουργός της δεν θέλησε, δεν μπόρεσε, δεν τόλμησε, να κατονομάσει τον κυρίως υπεύθυνο για την κατασπατάληση τέτοιας αξίας ανθρώπων. Περιόρισε την κριτική του στα συγκεκριμένα πρόσωπα, στους κατοίκους της μικρής αυτής μικροαστικής περιοχής. Φόρτωσε όλα τα κακά της ανθρωπότητας πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους (και στον εαυτό του, ίσως;). Χωρίς να έχω καμία διάθεση απενοχοποίησης, αυτός ο κόσμος έχει πράγματι τις δικές του τεράστιες ευθύνες, εκείνος, όμως, που παράγει τελικά τα διάφορα μικροαστικά μοντέλα ζωής, που διατάζει συμπεριφορές είναι η άρχουσα τάξη, ο καπιταλισμός. Αυτός που σφίγγει το λαιμό του Μανχάταν. Αυτός που σήμερα πια σφίγγει το λαιμό ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Δεν μπορώ να δεχτώ την άποψη του περιττού, την άποψη ότι εξυπακούεται. Ο θεατής βγαίνοντας από την αίθουσα θα μείνει με τις εικόνες που είδε και όχι με εκείνες που κρύβονται πίσω από αυτές. Και τις οποίες μάλιστα η ταινία δεν τις κατέδειξε ούτε μια στιγμή. Ούτε καν τις υπαινίχτηκε! Όπως και να΄ χει, όμως, και παρ΄ όλες τις παραπάνω ελλείψεις, το «Μανχάταν», είναι μια πολύ χρήσιμη και αποκαλυπτική ταινία. Μια ταινία χρήσιμη και για τον απλό θεατή, αλλά και για τους ανά τον κόσμο μικροαστούς καλλιτέχνες και διανοουμένους. Ιδιαίτερα για τους μικροαστούς καλλιτέχνες και διανοούμενους.

Αυτά που αναφέραμε πιο πάνω δεν αφορούν, βέβαια, μόνο στους καλλιτέχνες και στους διανοούμενους μικροαστούς. Το κάνουμε αυτό, γιατί με αυτούς ασχολείται η ταινία. Τα παραπάνω αφορούν στο σύνολο σχεδόν της αστικής κοινωνίας. Ακόμα και η εργατική τάξη, η οποία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με την αστική ιδεολογία, ζώντας μέσα στην ανασφάλεια, στην αβεβαιότητα και στο άγχος, έχει δηλητηριαστεί έως ένα σημείο και αυτή από την αστική ηθική και τον γενικό αστικό τρόπο ζωής. Ακόμα και αυτή έχει υποκύψει στις αστικές αντιλήψεις και έχει ενδώσει στις καπιταλιστικές ηθικές αξίες, στην ατομική ιδιοκτησία και στον ανταγωνισμό. Και είναι επόμενο να συμβαίνει αυτό, αφού η αστική ιδεολογία είναι η κυρίαρχη ιδεολογία! (Πηγή: Νίκος Αντωνάκος)

Παίζουν: Γούντι Άλεν, Ντάϊαν Κίτον, Μάριελ Χεμινγουέϊ, Μέριλ Στριπ, Μίκαελ Μάρφι, κ.ά.

6/10 – ΤΟ ΠΟΡΦΥΡΟ ΡΟΔΟ ΤΟΥ ΚΑΪΡΟΥ (1984)

Ο μόνος τρόπος ώστε η Σεσίλια (Μία Φάροου) να ξεφύγει από τη θλιβερή ζωή της είναι ο κινηματογράφος. Η Σεσίλια είναι ένα από τα εκατομμύρια θύματα του μεγάλου οικονομικού κραχ που έπληξε τις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Ακόμη χειρότερα, είναι παντρεμένη με έναν αγροίκο μπεκρή (Ντάνι Αϊέλο), ο οποίος όχι μόνο είναι άνεργος και τζογαδόρος, αλλά της μιλάει άσχημα, παίρνει τα λεφτά της και τη χτυπάει. Η αγαπημένη ταινία λέγεται «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου» και είναι ένα εξωτικό ρομάντζο της σειράς. Όλα θα αλλάξουν στη ζωή της Σεσίλια, όταν κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής της ταινίας (Τζεφ Ντάνιελς) «δραπετεύει» από την οθόνη και γίνεται άνθρωπος. Η αγάπη της Σεσίλια τού έδωσε σάρκα και οστά, και με αυτήν ως συνοδό θα μυηθεί στα θαύματα ενός άγνωστου για αυτόν πραγματικού κόσμου. Μόνο που το όνειρο δεν μπορεί να νικήσει την πραγματικότητα. Η απόδραση του ήρωα μπερδεύει την εξέλιξη της κινηματογραφικής ιστορίας, πονοκεφαλιάζει τους παραγωγούς της, αφήνει εκκρεμείς τους υπόλοιπους ηθοποιούς και προκαλεί ανακατωσούρα στον ευαίσθητο συναισθηματικό κόσμο της Σεσίλια.Με αφετηρία αυτό το υπέροχο σουρεαλιστικό εύρημα, ο Γούντι Άλεν αρχίζει ένα ασταμάτητο πηγαινέλα από το φανταστικό στο πραγματικό και συνθέτει μια γλυκιά αντίφαση: δοξάζει τη μαγεία του κινηματογράφου αλλά ταυτοχρόνως δείχνει προβληματισμένος για την επικίνδυνη γοητεία της. Είναι λυρικός και ποιητικός όσο σε καμία άλλη ταινία του, μα και πικρόχολος, ενώ αμφισβητεί το αντικείμενο της λατρείας του, τον κινηματογράφο. Άλλοτε αστείο, άλλοτε σοβαρό, άλλοτε θλιμμένο, άλλοτε παιχνιδιάρικο, το «Πορφυρό ρόδο» «παίζει» ανάμεσα στο έγχρωμο και στομαυρόασπρο, στην απαισιοδοξία και στην αισιοδοξία. Εν τέλει θυμίζει ερωτική επιστολή προς το ίδιο το μέσον του κινηματογράφου. «Η γυναίκα πρέπει να επιλέξει μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας» είπε ο Άλεν για το «Πορφυρό ρόδο». «Και φυσικά κανένας δεν μπορεί να επιλέξει τη φαντασία,γιατί αυτό οδηγεί στην παράνοια. Οπότε επιλέγει την πραγματικότητα. Και όταν επιλέγεις την πραγματικότητα,πληγώνεσαι».ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΣΤΑ ΟΣΚΑΡ Καλύτερου σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη (Γούντι Αλεν) (Πηγή: Γιάννης Ζουμπουλάκης – ΤΟ ΒΗΜΑ)

7/10 – Η ΧΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΤΗΣ (1986)

Η «Χάνα και οι αδελφές της» («Ηannah and her sisters»,1986) του Γούντι Άλεν μοιάζει με τοιχογραφία της ζωής στο Μανχάταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Τρεις γιορτές, τρία οικογενειακά γεύματα της Ημέρας των Ευχαριστιών κατά τη διάρκεια δύο ετών, όλες στο σπίτι της Χάνα (Μία Φάροου), πλάθουν τον κορμό της ταινίας, στην οποία διασταυρώνεται μια πληθώρα προσώπων, τη ζωή των οποίων και παρακολουθούμε (σημειωτέον το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων των εσωτερικών χώρων της ταινίας έγινε στο πραγματικό διαμέρισμα της Φάροου, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ακόμη σύντροφος του Άλεν και στη ζωή, ενώ τη μητέρα της στην ταινία υποδύεται η πραγματική μητέρα της Φάροου, ηθοποιός Μορίν Ο΄ Σάλιβαν).

Ο κόσμος μιας σύγχρονης Βαβέλ, λοιπόν, γεμάτος σημαδιακές μνήμες, προβλήματα στον εργασιακό χώρο, ξαφνικές κρίσεις και αλλεπάλληλες συγκρούσεις στις σχέσεις. Μπερδέματα κάθε λογής σε ένα σύμπαν που ο σκηνοθέτης αγκαλιάζει με γνήσια αγάπη και ολόκαρδο χιούμορ. Ο ίδιος ο Άλεν (ο οποίος εκείνη την εποχή εξακολουθούσε να παίζει στις ταινίες του) είναι ένα «αγκάθι» που τρυπώνει στην ιστορία χωρίς να σχετίζεται άμεσα με την ιστορία της Χάνα και των αδελφών της (Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Νταϊάν Γουίστ). Θα μπορούσες να πεις ότι ο Γούντι Αλεν αυτής της ταινίας προέρχεται από μια παλιότερη περίοδό του, την αμιγώς κωμική: νευρωσικός, υποχόνδριος, νοσόφοβος. Αλλού αναζητεί το νόημα της ζωής, αλλού το βρίσκει. Μια απόλαυση!

Η ταινία όμως δεν είναι μόνο κωμωδία γιατί την ίδια ώρα ο Άλεν μοιάζει να αναζητεί διαδρόμους που παραπέμπουν στο πρώτο αυστηρό ψυχόδραμά του, τις «Εσωτερικές σχέσεις» (1978). Απλώς εδώ έχει αρχίσει να το κάνει πια με light τρόπο.

Υπέροχο όμως και το καστ των ανδρών ηθοποιών της ταινίας, με ηγετική φυσιογνωμία όχι τόσο τον Μάικλ Κέιν όσο τον ηθοποιό-φετίχ του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, τoν Μαξ φον Σίντοφ, που ο Γούντι Άλεν για πρώτη και τελευταία φορά έβαλε σε ταινία του. (Πηγή: Γιάννης Ζουμπουλάκης – ΤΟ ΒΗΜΑ)

(Πηγή: www.kolivas.de)