Το συλλαλητήριο των αμπελουργών της Λευκάδας του 1935

TO ΣYΛΛAΛHTHPIO ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ TOY 1935:H MAPTYPIA TOY ΠANOY Γ. PONTOΓIANNH

’30 Σεπτεµβρίου 1935.
Πρωΐ  κατέβηκα  στη  Λευκάδα  µε  τα  πόδια,  κάθισα  στο  καφενείο  του  Kατωπόδη  στην  Πλατεία  (στο νότιο  µέρος  της)  µαζί µε  το  δικηγόρο  Γεώργη  Kατωπόδη  και  πήραµε  δύο  γλυκά  κουταλιού  (σταφύλι).  Xωρίσαµε  στην  πόρτα  του καφενείου.  Aυτός  τράβηξε  κατά  την  εφορία,  κι  εγώ  πήγα  στο  γραφείο  του  δικηγόρου  κ.  ∆.  Φατούρου,  πίσω  από  το  ιερό  του  Aγίου  Σπυρίδωνος,  Hύρα  µόνο  µέσα  τον  δικηγόρο  Σπύρο  Kονδυλάτο  κι  έµεινα  µαζί  του  κάµποση  ώρα.  Eν  τω  µεταξύ  πέρασε  η  δασκάλα  Xρυσούλα  Mικρώνη,ποία  φώναξα  και  ήρθε  µέσα.  Mείναµε  εκεί  ίσαµε  20’,  ότε  ξαφνικά  κάποια  ταραχώδης  κίνηση  ατόµων  στο  σοκάκι  αυτό  µας  έκαµε  να  προσέξοµε.  Mερικοίπερνούσαν  τρέχοντας  και  τα  λίγα  µαγαζιά  που  ήταν  εκεί  έκλειναν.  Pωτήσαµε  τι  συµβαίνει  και  µας  είπαν  «κατεβαίνουν  οι  χωριάτες».  Mπήκαµε  πάλι  στο  γραφείο,  όπου  µείναµε  λίγα  λεπτά.  Eν το  µεταξύ  ο  θόρυβος  είχε  σταµατήσει.  Aποφασίσαµε  να  βγούµε  έξω.  Στην  Πλατεία  είχαµε  συγκέντρωση,  και  στον  εξώστη  της  ∆ηµαρχίας  (νότια  οικία  της  Πλατείας)  µιλούσε  ο  Θεόδωρος  Πετούσης,  ενώ  µια  µαύρη  σηµαία  (ποδιά  κάποιας  γυναίκας,  όπως  έλεγαν  έπειτα)  ανέµιζε  σ’  ένα  µπαστούνι. Mόλις  φθάσαµε,  ακούσαµε  κάτι  ασαφή περί  ∆ηµοκρατίας.  O  λόγος  του  Πετούση  ήταν  περίπου:  «Eσάς,  που  δουλεύετε  και  µεταβάλλετε  τα  τσουγγριά  των  λευκαδίτικων  βουνών  σε  αµπέλια,  που  κάνουν  το  γλυκό  κρασί  για  να  το  πίνουν  άλλοι,  πεινασµένοι  και  διψασµένοι  Λευκαδίτες,  σας  απάτησαν  κάποτε  οι  βουλευτάδες  σας  πως  θα  ενδιαφερθούν  και  κοντέψατε  τότε  να  τους  πιστέψετε.  Aλλά  τίποτα  δεν  έγινε  και  σήµερα  αντιµετωπίζετε  την  πείνα.  Kαλούµε  τους  Aντιπροσώπους  µας,  να  µας  βοηθήσουν,  άλλως  να  παραιτηθούν.  Στέλνοµε  στη  Kυβέρνηση,  στον  Πρωθυπουργό,  στον  υπουργό  Eσωτερικών,   στον  υπουργό  Oικονοµικών  και  στους  Aντιπροσώπους  Λευκάδος  το  εξής  ψήφισµα,  το  οποίο  σας  καλώ να  εγκρίνετε  (χειροκροτήµατα):  «Σύσσωµος  Λαός  Λευκάδος  συνελθών  πανδήµου  συλλαλητηρίου  ζητεί την  υποστήριξιν  του µοναδικού  προϊόντος  του  του  κρασιού.  Aναµένει  εν  υπαίθρω  και  θα  προτιµήση  να  πεθάνη  από  σφαίρας  στρατού  µάλλον  ή  τη  πείνα».  Kαλώ  όλους  σας  να  αναµείνητε  απάντησιν  και  να  µη  φύγετε».

Oµάδα  τις  κατέλαβε  το  Tαχυδροµείο.  O  Λαός  εσκορπίσθη  στην  Πόλη.  Ήταν  οπλισµένοι  µε  µπαστούνια,  ίσως  είχαν  και πιστόλια.  Tο  µεσηµέρι  έφυγα  για  το  χωριό.

Tο  βράδυ  της  Kυριακής  (29-9-1935),  παραµονή  του  Συλλαλητηρίου,  συγκέντρωση  έλαβε  χώρα  στους  Σφακιώτες.  Mετέσχον  εκεί  συγκεντρωθέντα  όλα  τα  χωριά  της  Λευκάδος,  πλην  Tσουκαλάδων  (λίγοι  πήγαν  µάλλον  ως  θεατές).  Eκεί   πήγε  ο  υποµοίραρχος  της  Xωροφυλακής  Ξωµεριτάκης  και  τους  µίλησε,  µάλλον  για  να  κερδίση  καιρό,  νάρθη  η  δύναµη  από  την  Πρέβεζα.  Tον  συνέλαβαν  και  τον  ανάγκασαν  να  κατεβή  πεζός  αλλά  δεν  τον κακοποίησαν.
Tο  απόγευµα  της  30ης Σεπτεµβρίου  τους  µίλησαν  διάφοροι  ρήτορες.  Ένας  εξ  αυτών  ήταν  ο  Ξενοφών  Kούρτης,  υπάλληλος  του  T.A.O.Λ.
Eκ  µέρους  της  Kυβερνήσεως  εξηπατούντο  διά  της  µεθόδου  της  αναβολής  από  τις  4  το  απόγευµα  στις  7  και  από  τις   7  για  το  πρωΐ.
Eν  τω  µεταξύ  εστάλη  δια  νυκτός  κάποιος  υπενωµοτάρχης  (Λυκούδης,  εκ  Kέρκυρας)  εις  Πρέβεζαν,  ζητών  ενίσχυση.  Eκείθεν  δια  µέσου  Aκτίου  εστάλησαν  30  νεοσύλλεκτοι  στρατιώτες  κατά  τη  νύκτα.
Tην  πρωΐαν  της  1ης  Oκτωβρίου  ωµίλησε  εις  τους  συγκεντρωθέντας    εις  την  Πλατείαν  Λευκάδος  ο  παπάς  Kτενάς,  εκ  Kαρυάς,  όστις  ώρισε  ως  τελευταία  προθεσµία  την  7η  µ.µ.  της  αυτής  ηµέρας,  προθεσµία  εντός  της  οποίας  θα  απήτουν  τη  λύση  των  ζητηµάτων  τους.
Eις  επίµονον  απαίτησιν  του  πλήθους  να  ορισθή  προθεσµία  µέχρι  4  µ.µ.  απάντησε  «και  ως  τότε  και  ως  τις  7  τίποτε  δεν  θα  γίνη».  Tότε  το  πλήθος  εξαγριωµένο  ώρµησε  προς  κατάληψη της  Aστυνοµίας.
Oι  30  στρατιώτες  όµως  είχαν  καταλάβει  και  οχυρωθή  εις  το  µεταξύ  οικίας  Aρταβάνη  και  Mπύρας  Σίδερη  (οικία  Tσαρλαµπά)  σοκάκι,  όπου  είχαν  στήσει  πρόχειρο  οδόφραγµα  εκ  λίθων.  Oι  στρατιώτες  διετάχθησαν  να  πυροβολήσουν.  Kαι  εκείνοι  επυροβόλησαν  µεν  αλλά  εις  τον  αέρα.  Tούτο  φαίνεται  ότι  εξώργισε  τινά  των  χωροφυλάκων  (εκ  του  αναφερθέντος  Λυκούδη)   όστις  αποταθείς  εις  τινά  στρατιώτην  εξ  Iωαννίνων  νεοσύλλεκτο,  της  κλάσεως  1935β,  τον  διέταξε  να  πυροβολήση.  O  στρατιώτης  απήντησε  «Έλα  εσύ  που  είσαι  παλληκάρι  να  τουφεκίσης  στα  ίσα»  (ειρωνικώς).  O  χωροφύλαξ  θυµώσας   επυροβόλησε   τον  ατυχή  στρατιώτην  διά  του  πιστολίου  και  τον  πέτυχε  εις  το  στόµα,  της  σφαίρας  σταθείσης  εις τον  λαιµόν  του  ατυχή.  Oύτος  µετεφέρθη  εις  τον  Nοσοκοµείον,  υπο  δύο  λούστρων,  µικρών  παιδιών,  καταλαιπωρούµενος.  Aλλά  δύο  εκ  του  πλήθους  ανέλαβον  τελικώς  να  τον  µεταφέρουν  εις  το  Nοσοκοµείο  (ο  Πρόεδρος  της  Kοινότητος  Tσουκαλάδων  Eπαµ.  Pοντογιάννης  και  ο  Aγροφύλαξ  Παύλ.  Σταµατέλος).  O  στρατιώτης  κατά  τις  πληροφορίες  του  ιατρού  Kουκουλιώτου  Nίκανδρου  ήτο  εκτός  αµέσου  κινδύνου,  πλην  τώρα  που  γράφω  αυτά    (3  Oκτωβρίου)  πληροφορούµαι  ότι  ο  στρατιώτης  απεβίωσε.  Tο  απόγευµα  η  κατάσταση  ήτο  µάλλον  ήσυχος.  H  αστυνοµία είχε  κλεισθή  εις  το  Tµήµα.  Tην  µεσηµβρίαν  όµως  (δεν  γνωρίζω  ακριβώς  πότε)  µία  επιτροπή  αποτελούµενη  εκ  των  Ξεν.  Γρηγόρη  (ιατρού),  Hλία  Bεργίνη  και  Θεόδωρο  Mαυροµάτη,  µετέβη  εις  Πρέβεζαν  ίνα  συζητήση  µετά  του  Φρουράρχου  Λαυράνου  (Λευκαδίου)  περί  της  καταστάσεως  και  ζητήσει  την  βοήθειά  του  προς  διευθέτησιν  της  καταστάσεως.
Tο  απόγευµα  επέστρεψαν  άπαντες  οι  ανωτέρω  ως  και  ο  ως  άνω  Φρούραρχος  µετά  του  ∆ιοικητού  Xωροφυλακής  Iωαννίνων,  του  συνταγµατάρχη  Mελά.  Mια  µεγάλη  οµάς  πολιτών  (χωρικών)  µε  όπλα  µετέβη  εις  παραλίαν  ίνα  εµποδίση  την  τυχόν  αποβίβασιν  στρατιωτών  εκ  Πρεβέζης  ερχοµένων,  οχυρωθείσα  εις  τα  βαρέλια  του   οίνου, που  ήσαν  εις  τον  µώλον,  και  έµενον  εκεί.  H  συνοδεία  των  ανωτέρω  αξιωµατικών  εβάδισε  προς  την  Πλατεία  Λευκάδος,  όπου  είχαν  συγκεντρωθεί  οι  χωρικοί,  οµού  µε  πολλούς  επαγγελµατίες  Λευκαδίους.  Eνώ  ένας  ναύτης του  Λιµεναρχείου  Πρεβέζης  µετέβη  από  οπίσθιο  σοκάκι  εις  την  Aστυνοµία  και  ενώ  άρχισε  να  οµιλή  ο  ιατρός  Γρηγόρης  εκ  του  εξώστου  της  ∆ηµαρχίας,  ριπαί  πολυβόλου  (ή  οπλοπολυβόλου)  ηκούσθησαν,  όπερ  µετέδωσε  τον  πανικόν  εις  τους  κατοίκους.  Aι  βολαί  ερρίφθησαν  εκ  του  παραθύρου  της  Aστυνοµίας,  του  βλέποντος  δια του  στενού  σοκακίου  του  µεταξύ  οικίας  Aρταβάνη  και  Φαρµακείου  Kαββαδά,  εις  την  Πλατείαν,  εις  τον  τόπον  της  συγκεντρώσεως.  Eφονεύθησαν  δύο  πολίτες  (ο  µαθητής  Γεώργιος  Pεκατσίνας,  και  έτερος  εφονεύθη  πυροβοληθείς  από  το  οπίσθιο  µέρος  του  αστυνοµικού  τµήµατος,  ενώ  ευρίσκετο  εις  τα  προς  τον  µώλο  σοκάκια).  Eπίσης,  εκτός  των  ανωτέρω,  εφονεύθησαν  τινές,  αγνοώ  για  την  ώρα  πόσοι.
Oι  χωρικοί  κατέλαβον  τα  πέριξ  της  Πλατείας,  πολιορκήσαντες  τους  αστυνοµικούς  εις  το  Tµήµα  των,  αλλά  είχαν  έλλειψη  φυσιγγίων,  καίτοι  είχον  το  πρωϊ  εφοδιασθή  οπωσδήποτε, σπάζοντες  τα  καταστήµατα   του  Σκεπετάρη  και  Γρηγ.  Bλάχου  (Tαµπάρου).  Άλλοι  εζητούν   βενζίνη  ίνα  θέσουν  πύρ  εις  το  αστυνοµικό  τµήµα. Mερικοί  αργόµισθοι  εκτύπησαν  τους  χωρικούς  και  τους  κατεπρόδιδαν  όλας  τα  κινήσεις  εις  την  αστυνοµίαν.
Πολλοί χωρικοί  έφυγαν  διά  τα  χωριά  των.  Άλλοι  έµενον.  Tην  νύκτα  της  2ας  προς  την  3η  Oκτωβρίου  στρατός  εστάλη  από  Iωάννινα – Πρέβεζα – Άρτα  και  κατέλαβον  την  Λευκάδα  δια  πολυβόλων  και  την  απέκλεισαν.  Όσοι  χωρικοί  ευρέθησαν  εκεί  συνελήφθησαν  (απόγευµα  3ης  Oκτωβρίου  ηµέρα  Πέµπτη)».
(Πηγή: www.kourtisgiorgos.blogspot.com)