Εντόπισαν το πρόβλημα της χώρας: Οι αγρότες είναι …πολλοί!

του Απ. Γατή

Εντόπισαν το πρόβλημα της χώρας: Οι αγρότες είναι …πολλοί!

Το διαβάσαμε και αυτό! «Η ελληνική οικονομία χρειάζεται λιγότερους αγρότες», σύμφωνα με βαθυστόχαστο άρθρο της Wall Street Journal (βλ.capital.gr),

η οποία εξαντλεί την επιχειρηματολογία της, έχοντας παράλληλα γνώση για το πώς ξεκίνησε, τι πέτυχε, για το που και γατί έφτασε εκεί που έφτασε ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα! Σε όλα τα πιθανά αίτια και αιτιατά ταιριάζει μόνο μια λέξη, σύμφωνα με την εφημερίδα: χαμηλή παραγωγικότητα πολλοί αγρότες!

 

Δεν είμαι ειδικός επί του θέματος ούτε η επιστήμη μου έχει να κάνει με οικονομία και τα συναφή. Όμως, ως άτομο και ως πολίτης θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι ανιστόρητος. Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιοι ή παριστάνουν τους αδαείς ή όντως είναι. Δεν έχουν διδαχθεί ή δεν έχουν διαβάσει ότι στην Ελλάδα και ειδικότερα στην μετεμφυλιακή περίοδο οι αγρότες (η τάξη που υπέστη τις μεγαλύτερες καταστροφές) κατόρθωσαν με κόπους και βάσανα να αξιοποιήσουν τη γη τους, έπιασαν το άπιαστο όνειρο της σιτάρκειας, έμαθαν νέες καλλιέργειες, εκσυγχρονίστηκαν και άρχισαν σιγά σιγά να παράγουν σημαντικούς όγκους προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία; Δεν γνωρίζουν ότι με την εγκατάσταση μονάδων επεξεργασίας στους τόπους παραγωγής, συνδυάστηκε επιτυχώς η αγροτική-βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα που είναι και η βάση για την ανάπτυξη της οικονομίας μιας χώρας που μπορεί με όρους ισοπολιτείας και κοινωνικής δικαιοσύνης να παραγάγει αφηγήσεις προς το συμφέρον του λαού της;

 

Στη δεκαετία του ʼ50 αρχίζει να εισρέει συνάλλαγμα στη χώρα από τη ναυτιλία, τον τουρισμό αλλά και τους Έλληνες μετανάστες . Οι τράπεζες με τη σειρά τους (με εξαίρεση, ίσως μόνο μία) άρχισαν με αβάντα του κράτους της εποχής να διοχετεύουν το συνάλλαγμα προς τους μεσάζοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους άρχισαν να εισάγουν  με το συνάλλαγμα αυτό προϊόντα γεωργίας σε ποσότητα που υπερκάλυπτε τις ανάγκες της χώρας. Η διατήρηση της πολιτικής αυτής και η πρωτοκαθεδρία των εισαγόμενων γεωργικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά γινόταν με τη διατήρηση κάτω του κόστους των εγχώριων, ώστε να αποθαρρύνεται η παραγωγή τους από την ελληνική ύπαιθρο. Ο στόχος προφανής: η δευτερογενής αγορά χρειάζεται εκ νέου συσσώρευση κεφαλαίου, υπερκέρδη, επέκταση (το χρήμα να γεννά χρήμα) αλλά το επιτυγχάνει πάντα σε βάρος της υπαίθρου (αργότερα μπαίνει στις κρατικές προμήθειες και τα κρατικά έργα), με τον εκτοπισμό της εγχώριας γεωργικής παραγωγικής βάσης που εξαναγκάζεται να αποκοπεί από την ταυτότητά της.

 

Με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ (1981) οι τιμές πολλών εγχώριων προϊόντων εξισώθηκαν με εκείνες των ευρωπαϊκών που ήταν υψηλότερες. Αυτό είχε ως συνέπεια ολοένα και περισσότεροι να εγκαταλείπουν τη γη τους (αν δεν πουλούσαν σε εξευτελιστικές τιμές στους μεσάζοντες) άρα και την πρωτογενή παραγωγή, πόσο μάλλον όταν το προϊόν επιβαρύνονταν με επιπλέον κόστη (φάρμακα, λιπάσματα κλπ) που έπαιρναν την ανιούσα. Οι αγρότες κατευθύνονταν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα όπου έχουμε εντέλει τη μεταφορά της οικονομικής δραστηριότητας στα μεγάλα αστικά κέντρα και ως επί το πλείστον στην Αθήνα.

 

Έπειτα έρχονται και οι επιδοτήσεις. Και σε αυτό το κομμάτι θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά. Το μόνο που δεν είδε η ελληνική ύπαιθρος είναι η ανάπτυξη, η αναζωογόνηση και να σφύζουν τα χωριά από φωνές χαρούμενων μικρών παιδιών. Και όπως πάει και τώρα το πράμα, μάλλον δεν πρόκειται να τα δει ποτέ.

όσο δε γίνεται κατανοητό ότι, ένα σύστημα πολιτικό, πολιτιστικό, νομικό και ηθικό που είναι πλασμένο «κατʼ εικόνα και ομοίωση» της βάσης του, όπως αυτή τη βιώνουμε σήμερα με όσους αρέσκονται ή υποχρεούνται να την εκπροσωπούν, αυτήν και την πολιτική της σε επίπεδο εθνικό και τοπικό, δεν έχει να προσφέρει στους πολλούς τίποτα, απολύτως τίποτα.