Ο αληθινός καθρέφτης και η πυραμίδα

Ο αληθινός καθρέφτης και η πυραμίδα

 Του Μάκη Πολίτη

Και ξαφνικά ξυπνήσαμε! Κάπως έτσι θα τελειώνει η Ιστορία, «εδώ στο τέλος των πάντων», όπως θα έγραφε ο J.R.R. Tolkien. Ζούσαμε όλοι σε μια δημοκρατία που δεν νοιαζόταν ούτε για τη φατρία, ούτε για την τάξη του καθ’ ενός,  ήμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο και τις ευκαιρίες αυτής της κοινωνίας με τους ηγέτες μας πραγματικούς δημόσιους λειτουργούς και ταπεινούς υπηρέτες του πολίτη. Περνούσαμε με καμάρι από δρόμους και  πλατείες «λαμπρών και μεγάλων ονομάτων», πλουσίων συμπατριωτών μας  που ευεργέτησαν με πολλούς και ποικίλους τρόπους αυτή τη χώρα, το λαό και το έθνος. Κάθε φορά πριν πέσουμε να κοιμηθούμε καληνυχτίζαμε τους φύλακες της ζωής και της περιουσίας μας κι αυτοί άλλο δεν είχαν στο μυαλό τους παρά πώς να διασφαλίσουν στο μέγιστο βαθμό τη δική μας γαλήνη και ασφάλεια.

Και ξαφνικά ξυπνήσαμε! Ξυπνήσαμε και είδαμε πως αυτός ο κόσμος της δημοκρατίας για όλες τις τάξεις υπήρχε μόνο στα όνειρα μας. Ξυπνήσαμε και βρήκαμε να μας περιτριγυρίζει όλο αυτό το ψέμα που κατασκευάσαμε στον ένοχο ύπνο μας. Σαπίλα παντού. Όχι μόνο το εποικοδόμημα, αλλά και η βάση είναι σάπια. Όχι μόνον η βάση, αλλά και τα θεμέλια είναι σάπια. Όχι μόνο τα θεμέλια, αλλά και η γη είναι σάπια και τελικά αν θέλει κάποιος να δώσει έναν ευρύ χαρακτηρισμό για τα πράγματα και τους ανθρώπους που τα καθορίζουν, αυτή είναι η μαγική λέξη: Σαπίλα!

«Και πώς σαπίσαμε, παρακαλώ; Ύστερα από τόσους αγώνες; Ύστερα από τόσους ανένδοτους και ένα-ένα-τέσσερα και Νομικές και Πολυτεχνεία; Κατ’ ευθείαν από την πάλη στη ξευτίλα;». Ωραία ερώτηση, μα την αλήθεια, λες και η κοινωνία μας δεν υπήρχε πριν από το 1960.
Καλά ξυπνητούρια για όσους κάνουν αυτές τις ερωτήσεις. Τι είναι αυτό που σαπίζει το σώμα της πόρνης; Η ανοχή φυσικά και η Ελλάδα αυτό το σώμα είχε ανέκαθεν.

Ανεχτήκαμε κατ’ αρχήν τους μαύρους ρασοφόρους, αυτούς που αποκαλούσαν τον Οθωμανό Σουλτάνο «αυτοκράτορα ημών» και την τουρκική σκλαβιά «κραταιά βασιλεία». Αυτούς που αφόρισαν και καταράστηκαν τον εσταυρωμένο της φυλής μας Αλέξανδρο Υψηλάντη. Τους κουκουλώσαμε με το μανδύα των εθνομαρτύρων και πατριωτών και κοσμήσαμε με τους ανδριάντες τους τις πλατείες.   

Ανεχτήκαμε τους κοτζαμπάσηδες τσιφλικάδες που διαδέχτηκαν τους οθωμανούς αγάδες και που μετέτρεψαν τους περήφανους Θεσσαλούς σε άθλιους δουλοπάροικους.

Ανεχτήκαμε την καμαρίλα των ξένων είτε με διορισμένους είτε με εκλεγμένους πρωθυπουργούς σαν τον Τρικούπη   και το Δεληγιάννη που στο μόνο που διαφωνούσαν ήταν στο ποια οικογένεια θα κρατάει την κουτάλα που θα ταΐζει τους Γκλύξμπουργκ. Και δίπλα ο Κλεάνθης Τριανταφύλλου, μετά από το διάστημα της κράτησης του και του άγριου ξυλοδαρμού του από «τα όργανα της δημοκρατίας», να αυτοκτονεί και ο γενναίος Ρόκκος Χοϊδάς να πεθαίνει από αιμόπτυση στις φυλακές.

Ανεχτήκαμε να βλέπουμε στις γειτονιές μας, δρόμους, πλατείες, λεωφόρους με τα ονόματα μεγαλοαπατεώνων και εκμεταλλευτών πάσης φύσεως σαν τον Ανδρέα Συγγρό που οδήγησε με την απάτη του Λαυρίου χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά στη φτώχεια και την εξαθλίωση.

Και καλά!!! Ας μην πάμε τόσο πίσω. Ας δούμε τα πράγματα με τα μάτια των πατέρων μας. Τι έγινε στον τόπο μας μετά την κατοχή;

«Μετά τον πόλεμο κυβέρνησαν τον τόπο  ξανά φθαρμένοι άνθρωποι, ανίκανοι να συλλάβουν έστω και στο ελάχιστο απ’ ότι γεννιόταν κείνο τον καιρό κι αναρριγούσε ολόκληρο τον κόσμο. Εάν μας λέγανε τότε μερικά από τα ονόματα που κυβερνήσανε κατόπιν ότι θα ξαναβγαίναν στην πολιτική σκηνή να διαφεντέψουνε τη χώρα μας, θα γελούσαμε δίχως τελειωμό με την καρδιά μας. Γιατί πιστέψαμε βαθειά μέσα μας πως όλα αυτά τα ονόματα ήσαν φαντάσματα του παρελθόντος, απόντα στα δύσκολα χρόνια που περνούσαμε, για πάντα απόντα από τον τόπο. Κι όμως συνέβη αυτό. Ξανάρθαν τα φαντάσματα κι άρχισαν να πλαστογραφούν για άλλη μια φορά την ελληνική ιστορία. Και τα παιδιά που πολεμήσαν κι ονειρεύτηκαν, γίναν παιδιά της γαλαρίας, όσα δεν διώχτηκαν και δεν εξαφανίστηκαν στις φυλακές και στα ξερά νησιά του Αιγαίου».

Ποιος τα έλεγε αυτά; Μήπως ο Κώστας Κολιγιάννης, ο Χαρίλαος Φλωράκης ή άλλοι κομμουνιστές που χαρακτηρίστηκαν ως δογματικοί από την ελίτ της «καθαρής δημοκρατίας»; Όχι! Αυτά έγραψε στο δοκίμιο του «ο καθρέφτης και το μαχαίρι» ο Μάνος Χατζιδάκις.

Πλαστογραφήθηκε λοιπόν η ιστορία μας κι εμείς το ανεχτήκαμε για άλλη μια φορά. Για άλλη μια φορά μετουσιωθήκαμε σε κορμί πόρνης για να ξεράσουν επάνω μας όλοι οι δοσίλογοι του κόσμου το ψέμα τους. Κι αυτοί των Γερμανών που βαφτίστηκαν νομοταγείς και εθνικόφρονες, αλλά και οι άλλοι των Αγγλοαμερικάνων που αυτάρεσκα αυτοαποκαλούνταν  δημοκράτες και προοδευτικοί.

Αν δεν είχε πλαστογραφηθεί η ελληνική ιστορία θα πέρναγε σαν «γέρος της δημοκρατίας» ο πολιτικός εκείνος που έφερε τους Εγγλέζους και τους Ινδούς του Σκόμπυ  στην πατρίδα του; Από την μυθική εποχή του Πολυνείκη και του Μελέαγρου προδότης λεγότανε κατάπτυστος όποιος έφερνε ξένο στρατό για να κάψει τις προγονικές του εστίες. Κι όμως εμείς εκεί! Να κραυγάζουμε με ενθουσιασμό, να εναποθέτουμε τις αγωνίες και τις ελπίδες μας στα βρώμικα χέρια δημαγωγών και πλαστογράφων. «Λαέ των Αθηνών, ζήτω η δημοκρατία!» Ποια δημοκρατία; Η δημοκρατία των τραπεζιτών, των αστοτσιφλικάδων και του ξένου παράγοντα. Αυτή η δημοκρατία!

Κι ύστερα ήρθε η χούντα για να διασφαλιστεί με πιο σίγουρους, πιο απόλυτους τρόπους η ίδια  τυραννία. Ποιος θα το ‘λεγε, πως τα «παιδιά της γαλαρίας» θα βγαίνανε στους δρόμους, θα ματώνανε άλλη μια φορά, θα δίνανε ακόμα νιάτα και ζωή, όχι για να ανατραπεί η τυραννία, αλλά για να επανέλθει στις παλιές και δοκιμασμένες πολιτικάντικες φόρμες; Τα λόγια και τα συνθήματα των πολιτικών αρχηγών. «Πόσα ψέματα για να σκεπάσουν τη μόνη αλήθεια;», αναρωτιέται ο Μάνος Χατζιδάκις. Το παμπάλαιο και σάπιο διπολικό σύστημα. Οι καλοί αστοί και οι κακοί αστοί. Το ασφαλίτικο  παιγνίδι «του καλού και του κακού μπάτσου» που παίζεται αιώνες τώρα στη ράχη μας.

Κι επειδή οι όροι «καθαρή δημοκρατία», «γνήσια δημοκρατία», «κεντρώα πολιτική» και «σοσιαλδημοκρατία» είχαν αρχίσει να βρωμάνε εφευρέθηκε  ο «σοσιαλισμός» και ο «μαρξισμός». Ένας μαρξισμός από δεύτερο χέρι, όπως έγραφε ο Γιάννης Νεγρεπόντης. Ένας σοσιαλισμός ασαφής και ερμαφρόδιτος, όπως τον χαρακτήριζε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ασαφής γιατί στα θολά νερά η ψαριά είναι πλουσιότερη. Και ερμαφρόδιτος φυσικά γιατί δεν έδινε απαντήσεις για τον τρόπο παραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. «Ελάτε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, χορτάτοι και πεινασμένοι, να ζήσουμε ειρηνικά κι ευτυχισμένα». Αυτός ήταν ο «ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό» και τα λοιπά παραμύθια της Χαλιμάς.

Ας μαζευτούνε λοιπόν λύκοι και πρόβατα στη νοητή Πνύκα κι ας συναποφασίζουν. Μόνο που ξέχασαν να μας πουν πως σε κάθε συνέλευση η ημερήσια διάταξη θα είναι η εξής: «Αποφασίστε αδέρφια, λύκοι και πρόβατα, ποια πρόβατα θα φάνε οι λύκοι σήμερα; Τα χρονιάρικα, τα ζυγούρια, τα καραμάνικα ή τα λάγια;».

Σ’ αυτό το παιγνίδι πλαστογραφίας και παραπληροφόρησης ο «ελληνικός σοσιαλισμός» δε δίστασε να εντάξει και  όσους ζούσαν από τους άθλιους Αρχειομαρξιστές του μεσοπολέμου. Οι περισσότεροι είχαν θητεύσει στη Χωροφυλακή αλλά  και στην περιβόητη Ασφάλεια του Μανιαδάκη, από απλοί χαφιέδες μέχρι ανώτερα κρατικά στελέχη. Για τέτοιους «αγωνιστές» και «επαναστάτες» μιλάμε. Και δεν έμεινε φυσικά εκεί. Χρόνια αργότερα ακολούθησαν μ’ όλη τους την ξετσιπωσιά αριστεριστές, τεταρτοδιεθνιστές, και άλλοι τωρινοί στυλοβάτες του συστήματος που πουλούσανε κάποτε την επανάσταση μια δεκάρα, έτσι που ότι έπρεπε να αποδειχτεί για όλους αυτούς τους «υπεραριστερούς» να το αποδείξουν ξεκάθαρα οι ίδιοι στον ελληνικό λαό με τα έργα και τις ημέρες τους.

Καλά ξυπνητούρια λοιπόν για τους αγουροξυπνημένους του «πώς φτάσαμε ως εδώ;».  Φτάσαμε ως εδώ γιατί το σύστημα σαπίζει όλο και πιο πολύ. Φτάσαμε ως εδώ γιατί το καινούριο, το ανθρωποκεντρικό σύστημα παραγωγής δεν έχει ακόμα γεννηθεί, ο σπόρος αν και σάπισε δεν έγινε στάχυ και η κάμπια γέρασε μα δεν έγινε πεταλούδα. Κι ούτε πρόκειται ν’ αλλάξει το σύστημα του «πάτα για να μη σε πατήσουν και φάε για να μη σε φάνε», αν η βάση που κρατάει όλη την πυραμίδα στους ώμους της δεν ενστερνιστεί επιτέλους πως ο σπόρος πρέπει να θαφτεί για να βλαστήσει και η κάμπια να φυλακιστεί ασφυκτικά στο κουκούλι της για ν’ αλλάξει ζωή.

Παίζει καλά το παιγνίδι της τρέλας η καπιταλιστική πανούκλα, ο αστικός ανορθολογισμός. Έχει τρόπους να παρουσιάζει το σκοτάδι σαν άπλετο φως και το διάβολο σαν φωτεινό πνεύμα. Απέτυχε λέει το σοβιετικό μοντέλο. Τι να κάνουμε, αυτά έχει η ζωή. Άρα, χρειάζονται οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι απατεώνες, οι εκμεταλλευτές, οι καταπιεστικοί θεσμοί, η φτώχεια, η αγραμματοσύνη, ο στρατός των ανέργων και αστέγων, η κατάντια και ο ξεπεσμός. Όλα αυτά χρειάζονται στην κοινωνία μας, χωρίς αυτά «δεν θα ‘χαμε ιστορία» που λέει κι ο Βάρναλης. Και η αιτία: Απέτυχε το σοβιετικό μοντέλο. Λες κι αν ετούτος ο λαός πάρει τη μοίρα στα χέρια του από τους μαστροπούς που τον ορίζουν θα τηρήσει πρωτόκολλα και μοντέλα! Λες και το δικό τους, το εκμεταλλευτικό μοντέλο ανάπτυξης πέτυχε και δεν πηγαίνει από κρίση σε κρίση, από πόλεμο σε πόλεμο, από μιζέρια σε μιζέρια κι από σαπίλα σε σαπίλα.

 

«Η χώρα πρέπει να καταστραφεί. Να φάει τα τρωκτικά της.
          Κι ίσως σαν ξαναγεννηθεί να γίνει αντάξια των ποιητών της»

                          Μάνος Χατζιδάκις

 

Ιδού, μπροστά μας ατενίζουμε τον αληθινό καθρέφτη. Κρατάμε το μαχαίρι πάνω απ’ το σαπισμένο κουφάρι κι αρνούμαστε να το μπήξουμε σε μια σάπια καρδιά που δεν θα έπρεπε να χτυπά. Η πυραμίδα γλιστρά μπροστά μας, ο παγκόσμιος σεισμός την παρασύρει, ουρλιάζουν πανικόβλητοι οι γιάπηδες, χουγιάζουν, απειλούν οι δικολάβοι του συστήματος κι εμείς τρέχουμε, τρέχουμε, ταπεινοί βαστάζοι, να την συγκρατήσουμε  αντί να τη γυρίσουμε ανάποδα και να μπήξουμε τη κορυφή της με το σφυρί της τάξης μας βαθειά, πολύ βαθειά στο χώμα. Έτσι στηρίζονται οι πυραμίδες! Να έχετε ένα όμορφο πρωινό!