«Χαλάει η σφαίρα του κόσμου!»

«Χαλάει η σφαίρα του κόσμου!»

Αυτή την χαρακτηριστική φράση άκουσα σήμερα το πρωί από ηλικιωμένο Κατωμερίτη. Και δεν έχει κι άδικο. Το Φέρυ-μπόουτ πραγματοποίησε τελικά το πρωινό δρομολόγιο, ωστόσο με πολλή δυσκολία και καθυστέρηση μισής ώρας λόγω των ισχυρών ανέμων που πνέουν στην περιοχή μας.

Με αφορμή αυτό το περιστατικό δεν μπορώ παρά να κάνω κάποιες σκέψεις και συγκρίσεις για την περιβόητη κλιματική αλλαγή που, απ’ όσο φαίνεται, δεν είναι καθόλου περιβόητη, αλλά ένα γεγονός σε εξέλιξη.

Κανείς πλέον δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το κλίμα δεν μοιάζει σε καμιά περίπτωση με αυτό που ξέραμε κάποτε. Οι ήπιοι χειμώνες και τα δροσερά καλοκαίρια του Μεγανησίου, έχουν δώσει την θέση τους σε ακραία καιρικά φαινόμενα, ορισμένες φορές απρόβλεπτα. Δεν βρέχει πια, ρίχνει κατακλυσμό. Δεν φυσάει απλά, βλέπουμε ανεμοθύελλες. Το τοπικό –κυρίως θαλάσσιο- φαινόμενο που οι ναυτικοί μας αποκαλούν «τρόμπα», έχει πια επεκταθεί και εμφανίζεται σαν ισχυρός ανεμοστρόβιλος που σαρώνει όλη την περιοχή απ’ άκρη σ’ άκρη εν ριπή οφθαλμού (3 φορές φέτος). Στα καλά καθούμενα παρατηρούμε ενδεείς τρομερές χαλαζοπτώσεις. Κι όσο για τα καλοκαίρια, έχουν γίνει πιο άνυδρα από ποτέ, με αποκορύφωμα το τελευταίο όπου ζήσαμε 40 μέρες παρατεταμένου καύσωνα, με το θερμόμετρο να μην λέει να πέσει από τους 36 β. Κελσίου.

Οι λίγο παλιότεροι ασφαλώς θα έχουν αναμνήσεις παρεμφερείς με τις δικές μου. Την Άνοιξη που έμπαινε ανθοστόλιστη κι ο τόπος μοσχοβολούσε αγριολούλουδα και μυρωδικά κι εκείνη την απαράμιλλη διαύγεια του ορίζοντα… Σήμερα πια βλέπουμε 20 μέρες βροχής τον Μάη! Τα καλοκαίρια πάλι που τρέχαμε ξυπόλητοι στο χώμα και στο τσιμέντο χωρίς ενόχληση, ενώ τώρα για να βγεις από σπίτι σου πρέπει να πασαλειφτείς με αντιηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας για να μην επιστρέψεις με εγκαύματα Α’ και Β’ βαθμού. Τα Σεπτεμβριάτικα πρωτοβρόχια και εκείνη την αξέχαστη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Τις πάντα συνεπείς στο ραντεβού τους Αλκυονίδες μέρες τον Γενάρη, τότε που βγαίναμε μικροί και μεγάλοι στις αυλές και λιαζόμασταν με απόλαυση, σαν γάτες. Η Αλκυόνα όμως, κατά πως φαίνεται, δεν γεννάει πια.

Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές είναι κοντά 9.00 το πρωί κι έξω είναι σχεδόν σκοτάδι, αφού το μολύβι των σύννεφων ξύνεται πάνω στις κεραμιδοσκεπές. Ένας φίλος τις προάλλες μου περιέγραφε το δέος που ένιωσε, μια μέρα πριν, με ανάλογη κακοκαιρία, βλέποντας γιγάντια κύματα στο Λιμονάρι να καταπίνουν τα γνωστά ξαπλωτά βράχια και να ποτίζουν τις μερτσίνες, κάπου δέκα μέτρα ύψος πιο ψηλά. Αυτή είναι η λέξη. Δέος. Το δέος μπροστά σε μια φύση που εξεγείρεται απέναντι στην ανθρώπινη απληστία.

Θεωρώ πια βέβαιο ότι αυτό που ονομάζουμε ακραία καιρικά φαινόμενα, θα ενταθεί και θα πρέπει πια να μας γίνει συνήθεια. Μια δυσάρεστη συνήθεια. Η απάλειψη των τεσσάρων εποχών, αυτών που διδασκόμασταν σε σχετικούς χάρτες στα δημοτικά μας σχολεία, δεν θα είναι δίχως κόστος. Και η φύση, αυτή που εύκολα και αποτελεσματικά θα μπορούσαμε να έχουμε προστατέψει αλλά προτιμήσαμε σαν ανθρώπινο είδος να την διαγουμίσουμε για να συσσωρεύσουν ορισμένοι (άτομα, εταιρίες, κράτη) χωρίς αντίκρυσμα και χωρίς νόημα τον πλούτο της, θα πάρει την εκδίκησή της, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Κι αν η οικονομική κρίση είναι ένας μαύρος κύκλος που κάποτε θα κλείσει, η κλιματική αλλαγή –φοβάμαι- θα είναι πολύ μεγαλύτερου κόστους, και ίσως μη αναστρέψιμη για την «σφαίρα του κόσμου». Εκτός κι ν οι λαοί αποφασίσουν ότι είναι καιρός να ξαναγράψουν την ιστορία τους. Την δικιά τους και της Φύσης.