Εν τη ερήμω: Γράμμα στον Μακρυγιάννη- μέρος Δ’ (τελευταίο)

Γράμμα στον Μακρυγιάννη

Μέρος Δ΄(τελευταίο)

του Μάκη Πολίτη

Άντε τώρα, μπάρμπα Γιάννη, να σε δω μ’ όλους ετούτους τους γύπες που συνάχθηκαν πάνω από το κεφάλι μας για να μας ξεσκίσουν. Άντε να σε δω. Φαγώθηκες με τον κυβερνήτη πως δεν τήρησε το σύνταγμα. Ποιο σύνταγμα μωρέ, ποιο σύνταγμα; Θέλεις να δεις τι σύνταγμα ήταν εκείνο; Άκου τα ίδια σου τα λόγια. Ναι, τα ίδια σου τα λόγια!

Τι έγραφες για το σύνταγμα της τρίτης του Σεπτέμβρη;

«Δεν είναι τούτο το Σύνταμα σαν τα δικά μας, όπου χάνονταν τόσοι άνθρωποι και γυμνώνονταν οι κάτοικοι από πλούτη και τιμή».

Τι έγραφες για τον αρχιμάστορα του παλιού συντάγματος τον Μαυροκορδάτο;

«Θέλει αυτό το Σύνταμα να το καταπατήση με τις συβουλές του παλιού του φίλου Κωλέτη, σαν εκείνα τα συντάματα τα περασμένα, οπού αφανίζονταν όλος ο τόπος».

Αυτό το κουρελόχαρτο ήθελες να τηρήσει ο Καποδίστριας; Εσύ ο ίδιος το περιγράφεις σαν ένα συμβόλαιο δουλείας, ρεμούλας και αρπαγής. Αυτό είχες απαίτηση να εφαρμόσει ο κυβερνήτης σου; Τέλος πάντων. Με τούτα και μ’ εκείνα τον βγάλατε απ’ τη μέση και τώρα να, σας φέραν οι ξένοι τον γερμανό βασιλιά. Ούτε ψύλλος στον κόρφο σας! Τώρα θα δείτε πως είναι οι πραγματικές τυραννίες, η εξουσία «ελέω Θεού».

Αλλά και τότε, εσύ, μπάρμπα Γιάννη, ακολουθούσες τα ίδια χνάρια… μια ζωή της προσκολλήσεως. Θα σου θυμίσω λοιπόν εκείνον τον δεκάρικο λόγο που απεύθυνες στον βασιλιά «άμα τη αφίξει του».

«Θεία χάρη θέλησε να μας δυναμώση  και να μας σώση από την τυραγνίαν του Σουλτάνου και σήμερα αξιωθήκαμεν ν’ απολάψωμεν τον Βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και να σε φυλάμεν με την ζωή μας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη σου εις τα δεινά μας. Ζήτω ο Βασιλέας και οι ευεργέτες μας Δύναμες!».

Ώστε σήμερα, που πάτησε το ποδάρι του ο Όθωνας στ’ Ανάπλι, λευτερωθήκατε από την «τυραγνίαν» του Σουλτάνου. Δεν σας λευτέρωσαν οι δικοί σας αγώνες και οι δικές σας θυσίες. Με γεια λοιπόν τη δωρισμένη σας λευτεριά. Ακόμα ένα ζήτω για τις μεγάλες «δύναμες» που γυρνάνε τον κόσμο και χαρίζουνε λευτεριά στους σκλαβωμένους λαούς. Το ξαναλέω όμως. Ήσουνα της προσκολλήσεως. Τέτοιας προσκολλήσεως που έπαιρνες στην αρχή τα φτυσίματα για ψιχάλισμα. Καλείς τον ίδιο τον βασιλιά να σου βαφτίσει το παιδί. Όθωνα τον έβγαλες τελικά. Όθωνας Μακρυγιάννης. Εκείνος κατά τη ρήση «εγώ το λέω στο σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του» δέχεται να στείλει τον Μιαούλη που εθεωρείτο υπασπιστής του βασιλιά. Πάλι καλά, μπάρμπα Γιάννη, που δεν έστειλε τον υπασπιστή του Μιαούλη. Ο υπασπιστής, του υπασπιστή, τον υπασπιστή, ω καταξευτίλα ρωμαίικη που δεν γίνεται πιο μεγάλη.

Δεν πειράζει, μπάρμπα Γιάννη. Θα ‘ρθει κι ή ώρα που θα ξυπνήσεις κι αυτό σου το ξύπνημα θα γίνει ανάσα για το Έθνος μας. Μωροφιλόδοξος, αφελής, επιπόλαιος και στα όρια της σχιζοφρένειας όπως έδειξε το δεύτερο σου γραπτό «οράματα και θάματα», παραμένεις ακόμα ένα μεγάλο όνομα, ένα όνομα με μεγάλη επιρροή γι αυτό και κάθε σου λέξη, κάθε σου απόφαση βαραίνει σαν βουνό και για το κακό και για το καλό.

Κάνεις τα παράπονα σου ευσεβάστως στον Heideck κι εκείνος σου μοστράρει κανονικά την περιφρόνηση του διανθισμένη κιόλας με απειλές.

«Ο φίλος μου ο Αϊντέκ επειράχτη και μο’ κρινε με πολύ φαρμάκι. ‘Ο,τι σας  λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει. Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή, να μην μιλήσω δεν μπορούσα, ότι αδικιώνταν οι αγωνισταί και βραβεύονταν οι κόλακες. Του λέγω δυστυχία μας των καϊμένων! Κακά και ψυχρά θα πάμεν. Εγώ σου μίλησα αλλοιώς κι’ εσύ μου απαντείς διαφορετικά με μπαγεννέτα»

Καλώς τα βαυαράκια με τα μπαγιονετάκια. Έτσι, μπάρμπα Γιάννη;

Ας δούμε και παρακάτω πως μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους.

«- Λέγει, ο Βασιλέας δεν θέλει να τον δουλέψουν οι αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες. Ο βαθμός οπού θα δώση εις τους ‘Ελληνες ο πρώτος είναι του ταγματάρχη και δεν είναι άλλος βαθμός ανώτερος.

………..

– Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ‘ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους…».

Μπα, τι έγινε, Γιάννη Μακρυγιάννη; Δεν μας γλίτωσε ο Όθωνας και οι μεγάλες δυνάμεις από την τυραννία του Σουλτάνου; Πώς κι άλλαξες γνώμη;

«Και κατ’ αναλογίαν να πάτε από τον απλόν στρατιώτη ως τον βαθμό του χιλιάρχου, αυτόν τον βαθμόν οπού γνώρισε κι ο Καποδίστριας».

Τώρα μας φαίνεται καλός ο Καποδίστριας; Ε, όχι, μπάρμπα Γιάννη. Εδώ, κάτω απ’ την μπότα του ξένου βασιλιά να σαπίσουμε. Αυτό σας άξιζε. Αυτό μας άξιζε κι εμάς που μάθαμε μια ζωή να λειαίνουμε τις αγκωνές της Ιστορίας για να κάνουμε το Εθνικό μας Αφήγημα προσιτό και προσοδοφόρο για την άρχουσα τάξη των μεταπρατών και κομπραδόρων αυτής της χώρας.

Αλλά εκτός από την τυραννία υπάρχει και η διαφθορά, η αρπαγή, η ρεμούλα. Αφού δεν σας έβγαλαν και τα δόντια με τις τανάλιες, μη μιλάτε καθόλου. Στο κάτω-κάτω όλα αυτά δική σας επιλογή ήταν. Ας προσέχατε!

«Μου δίνουν κ’ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ’ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ’ αλεύρι ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. ‘Εκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ‘ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της επιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα, υπογράφω σαράντα πέντε οπού ‘λαβα. ‘Οχι, μου λέγει, ένα καράβι.  Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου. Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου, με περικαλούνε οι Πρέσβες κι ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κι ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα στ’ αληθινά, και κρίμα στους κόπους μας. Εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις το λαιμό μας».

Εβιαστήκατε λοιπόν. Αυτή είναι η λέξη που ψάχνεις, μπάρμπα Γιάννη; Ναι, εβιαστήκατε. Βιαστικές ήταν οι σφαίρες και τα μαχαίρια των Μαυρομιχαλαίων που ξάπλωσαν τον κυβερνήτη νεκρό στα σκαλοπάτια του Αγίου Σπυρίδωνα. Βιαστικές θα ήταν και οι μπάλες των κανονιών που θα έριχνες από το Παλαμήδι εσύ ο ίδιος, μπάρμπα Γιάννη, αν δεν σου μηνούσε ο Μιαούλης πως θα γίνει αλλιώς το πράμα.

Και τώρα έρχονται οι ταπεινώσεις η μια πίσω απ’ την άλλη. Σου μηνάνε πως αν θέλεις να ενταχτείς στο στράτευμα θα είσαι υποτελής ενός ξένου αξιωματικού και θα φορέσεις στενά φράγκικα βρακιά είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις. Αν δεν σε κάνανε καρνάβαλο δεν θα ησύχαζαν, μπάρμπα Γιάννη και το ήξερες. Έφτασε ο κόμπος στο χτένι και τότε σκέφτηκες όπως λέμε με το μέσα μυαλό.

«Δια τούτο όλοι οι τοιούτοι βασιλείς ο τίτλος τους πρέπει να είναι αθώων ανθρώπων τύραννοι. Θε, που είναι οι βασιλικές δικαιοσύνες;  Τέλος πάντων με τέτοιες δικαιοσύνες ήθελαν να κόψουν τους πρωταγωνιστάς ως κακούργους, τον Κολοκοτρώνη, τον Κολιόπουλον, τον Κριτζώτη, τον Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Μαμούρη, τον Ρούκη, τον Ντουμπιώτη, τον Αποστολάρα, τον Μήλιον κι’ άλλους πολλούς

τοιούτους».

Άραγε η ψυχρή λογική είναι αυτή που σε κάνει να βγάζεις τέτοια συμπεράσματα ή οι ταπεινώσεις που δέχτηκες και ο αμετάκλητος παραγκωνισμός σου από το παλάτι; Μα και πάλι στην κρίση σου και στα γραφόμενα σου αδικείς, μπάρμπα Γιάννη. Αδικείς προκλητικά και κατάφωρα. Βάζεις στο ίδιο τσουβάλι τον Κολοκοτρώνη με τους αθεράπευτα ιδιοτελείς Μαμούρη και Γρίβα. Στο ίδιο πιάτο να φάνε, ρε μπάρμπα Γιάννη,  ο Γέρος του Μοριά με τον Μαμούρη, τον στραγγαλιστή του Οδυσσέα Ανδρούτσου; Στο ίδιο τσουβάλι ο ελευθερωτής μας με τον Γρίβα τον άνθρωπο του Κωλέττη που κατέκαψε και κατέσφαξε την Πελοπόννησο;

Φαίνεται πως η δόξα του φυλακισμένου της Ακροναυπλίας σου ‘χει σταθεί στο λαιμό για να φτάνεις ως εκεί πια, η δόξα και οι άθλοι αυτού που τόσο πάσχισαν να ξεκάνουν, να σβήσουν απ’ τα βιβλία της Ιστορίας μας οι ξένοι δυνάστες.

Και κοντά στους ξένους δυνάστες, πολύ κοντά, οι πολιτικάντηδες οι δικοί μας.

«Πρωτόηφερες την διχόνοιαν εσύ, Κύριε Μαυροκορδάτε, κι από αυτό άλλοι καπεταναίοι πήγαν οπίσου εις τους Τούρκους, άλλους ήθελες με τους νόμους σου να τους σκοτώσης. Θα σκότωνες τον Καραϊσκάκη. Πού θα τον εύρισκε η πατρίδα όταν ξαναγιόμωσε Τουρκιά; Δεύτερος έρχεσαι εσύ, κύριε Κωλέτη. Θα σκότωνες τον Δυσσέα  και ύστερα δεν γλύτωσε από σένα. Πού θα τον ευρίσκαμεν μ’ έναν τεσκερέ να διώξη δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, οπού ‘ταν περισσότεροι άλλοι εις το Γριπονήσι και Ρωπό κι αλλού, και πρόσμεναν κι αυτείνη την δύναμιν ν’ αφανίσουν όλη την Ελλάδα, κι αυτό τους νέκρωσε όλα τους τα σκέδια;

……………

Γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας, οπαδοί της αδικίας κι ατιμίας!».

Άραγε θα θυμάσαι αύριο αυτά που σήμερα γράφεις; Θα θυμάσαι πως μετά την Επανάσταση της τρίτης του Σεπτέμβρη αυτά τα «πουλημένα κριγιάτα» θα ψάχνεις να βρεις και να συνεργαστείς;

Ας ξανάρθουμε όμως στον Κολοκοτρώνη. Έχεις τίποτα να πεις για την επαίσχυντη δίκη του Ναυπλίου; Ο Κολοκοτρώνης, ο πατέρας της λευτεριάς μας να βαρύνεται από τους άκαπνους και τους ξενόδουλους με την κατηγορία της   εσχάτης προδοσίας; Τίποτα δε λες; Παρ’ όλο που ήξερες ότι όλο αυτό ήταν μια στημένη παγίδα από τον Κωλέττη,  τον Μαυροκορδάτο και τον ξένο παράγοντα; Εσύ ο ίδιος δεν κυνήγησες μ’ ένα σκουπόξυλο τον προβοκάτορα που έστειλαν αυτοί οι κύριοι για να σε εμπλέξουν; Κοίτα τώρα εκεί ψηλά στο Ιτς Καλέ. Γενιά αχάριστων και πατροκτόνων καταντήσατε.

Κι ας πιάσουμε τώρα τον μέγα και πολύ Πολυζωίδη. Αυτόν που τον σπούδασε νομικό ο Καποδίστριας με χρήματα που του παρείχε γι αυτόν τον σκοπό ο ελβετός Eynard. Αυτόν που πανηγύριζε τη δολοφονία του ευεργέτη του από το ληστρικό λημέρι της Ύδρας, μέσω της βρώμικης φυλλάδας του «Απόλλων». Αυτός ο δικαστικός λοιπόν ήταν το αρχιτσιράκι του Μαυροκορδάτου. Λυπάμαι που χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, αλλά πώς αλλιώς να το εκφράσω; Ήταν η προέκταση του νου και της ψυχής του. Σ’ αυτόν επέλεξε να ανήκει. Ψυχή και σώμα. Ήταν ο πρώτος τη τάξει οπαδός και υποστηρικτής του. Εξ αιτίας ακριβώς αυτής της σχέσης βρέθηκε στα δικαστικά έδρανα του Ναυπλίου. Στην περιβόητη εκείνη «δίκη», μητέρα όλων των δικών σκοπιμότητας και σκευωρίας, ως πρόεδρος του δικαστηρίου απέρριψε όλες τις ενστάσεις της υπεράσπισης όπως απέκλεισε και δεκάδες υπερασπιστικές μαρτυρίες. Άφησε τον «εισαγγελέα» Edward Mason να βυσσοδομεί και να προσβάλλει βάναυσα κάθε άρθρο της ποινικής δικονομίας.

Πώς τότε στάθηκε βράχος και δεν υπέγραψε την καταδίκη του ελευθερωτή μας σε θάνατο; Εδώ για να βρούμε μιαν άκρη πρέπει να εξετάσουμε, πέρα από τις κόντρες μεταξύ Armansperg και Maurer, πέρα από τον ανταγωνισμό μεταξύ Μαυροκορδάτου και Κωλέττη, και την γύρω από την ελληνική επικράτεια περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ήταν οι μέρες εκείνες του πολέμου μεταξύ Οθωμανών και Αιγυπτίων. Ο Ιμπραήμ, ναι ο γνωστός Ιμπραήμ, πολιορκεί σχεδόν με το στόλο του την Υψηλή Πύλη.  Κύριο αντίπαλο απέναντι του έχει τον παλιό  του φίλο τον Κιουταχή, αλλά ο δεύτερος δεν φαίνεται ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στρέφεται και ζητά τη βοήθεια της Ρωσίας. Οι Ρώσοι αποδέχονται αυτή την έστω και πρόσκαιρη συμμαχία γιατί επιτέλους θα αποκτήσουν διέξοδο στα Δαρδανέλια με ότι αυτό συνεπάγεται για την κυριαρχία της Αγγλίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μέλλον αυτής της κυριαρχίας διαγράφεται τώρα πολύ σκοτεινό. Οι Άγγλοι αφού στήσανε μια χαρά την προβοκάτσια κι έχουνε τον Κολοκοτρώνη στο σανίδι της γκιλοτίνας πρέπει να αλλάξουν, να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Το μόνο που δεν θέλουν τούτη την ώρα είναι ένας ακόμα ξεσηκωμός των Ελλήνων με τους Ρώσους προ των πυλών. Να εκτελεστεί ο Κολοκοτρώνης; Θα καεί το Ναύπλιο, θα καεί ο Μοριάς. Δεν θα μείνει όχι θρόνος και αντιβασιλεία στο παλάτι, αλλά ούτε καρέκλα να κάτσουνε τον πισινό τους. Και όλα αυτά με τους Ρώσους σε απόσταση αναπνοής. Έβαλαν λοιπόν πρώτα τον πρεσβευτή τους να κάνει απαξιωτικές δηλώσεις για την «δίκη» και τον τρόπο που στήθηκε η κατηγορία. Τις ίδιες πάνω-κάτω δηλώσεις έκαναν και οι πρεσβευτές της Αυστρίας και Βαυαρίας χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ήταν φυσικό. Η σκευωρία  πλέον είχε κεκτημένη ταχύτητα, είχε δική της δυναμική και δεν ελεγχόταν. Στο τέλος στράφηκαν στον Μαυροκορδάτο και εκείνος στους δικαστές Πολυζωίδη και Τερτσέτη.  Έξυπνοι άνθρωποι ήταν και κατάλαβαν τι διακυβεύεται. Δεν ήταν εύκολο βέβαια, γιατί έπρεπε να παλέψουν με τον Κωλέττη, τον Σχινά και μ’ όλες τις κλίκες μέσα στην Αντιβασιλεία. Με τα κουτά μυαλά και τα αντίθετα συμφέροντα. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Ήταν μοιραίο ο Ιμπραήμ να σώσει δεύτερη φορά τον Κολοκοτρώνη.

Και φτάσαμε μ’ όλες αυτές τις ραδιουργίες, μ’ όλη αυτή τη σήψη στη λαμπρή μέρα της τρίτης του Σεπτέμβρη του 1843. Πραγματικά λαμπρή μέρα κι εσύ ήσουνα ο αρχιτέκτονας εκείνου του ξεσηκωμού, ο πατέρας εκείνης της μέρας. Ακόμα και τον βασικό πρωταγωνιστή δίπλα σου τον Καλλέργη εσύ τον μύησες, μπάρμπα Γιάννη. Δεν ξεσηκώθηκε ο λαός σαν όχλος αυθαίρετα και αλλοπρόσαλλα, αλλά μεθοδικά, οργανωμένα με γνώση και συνείδηση. Για αυτό κατάφερε αυτό το θαύμα που λέγεται Σύνταγμα του 1843.
Λυσσάξανε οι ξένοι πρέσβεις, πρασίνισαν απ’ το κακό τους οι παλατιανοί και οι ξενόδουλοι ψευτοφουστανελλάδες κίνησαν να πολιορκήσουν το σπίτι σου και να σε σκοτώσουν. Εσύ έγραφες.

«Αδελφοί, έκαμα αυτό το κίνημα ότι αδικέσασταν εσείς οι αγωνισταί κι όλο το έθνος από τις Κυβέρνησες μας και είπα ίσως και μ᾿ αυτό σώνονταν τα δεινά μας ολουνών των Ελλήνων».

Τελικά η επανάσταση σας επικράτησε. Όχι βέβαια ότι ζητάγατε σπουδαία πράγματα. Αλλά η λύσσα των ισχυρών της εποχής ήταν τόσο μεγάλη που και τα μικρά και τα κατ’ ελαχίστως και στοιχειωδώς δίκαια δεν είχαν κανέναν σκοπό να τα παραχωρήσουν. Το Σύνταγμα ήρθε, ο Όθωνας έμεινε. Έμειναν και οι πράκτορες της Πεφωτισμένης Ευρώπης. Έμειναν και οι εξουσίες των κοτζαμπάσηδων στεριανών και νησιωτών. Δεν πήγατε δυστυχώς την Επανάσταση σας ένα βήμα παραπέρα. Δεν σας κατηγορώ. Τόσα μπορούσατε, τόσα κάνατε. Αργότερα θα φύγει και ο Όθωνας με τους Βαυαρούς του. Αλλά τι θα αλλάξει; Τίποτα. Κατ’ ουσίαν, μπάρμπα Γιάννη, τίποτα. Αμέσως μετά την παραχώρηση του Συντάγματος αρχίσαμε τα ίδια της μακαρίτισσας.

«Αν δεν είχαν οι συντρόφοι των ψήφους πολλούς κατά τον νόμον, γιόμιζαν τις κάλπες αυτοί και της Κυβέρνησης τα όργανα. Παντού εις το Κράτος γίνηκαν σκοτωμοί κι  αφανισμός των κατοίκων».

«Τον έκαμαν βουλευτή, ή να ειπώ καλύτερα έγινε μόνος του με την βοήθεια της συντροφιάς του, γιόμωσαν τις κάλπες ψήφους».

Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου. Πάλι στο προσκήνιο οι αξιότιμοι Κωλέττης και Μαυροκορδάτος πάλι τα ίδια σκηνικά με την καμαρίλα των Φαναριωτών και τους λοιπούς άξεστους και ελεεινούς  Ζαΐμηδες, Κουντουριώτηδες και δεν συμμαζεύεται.

Κι εσύ τι κάνεις, μπάρμπα Γιάννη; Μήπως βρήκες ανθρώπους με τιμή και υπόληψη να μαζέψεις γύρω σου με τόση πειθώ που σ’ είχε προικίσει η Φύση; Έτσι, λέμε τώρα, μήπως βρήκες κανέναν που να είχε το φωτεινό πνεύμα και το ηθικό ανάστημα ενός Υψηλάντη, ενός Νικήτα Σταματελόπουλου, ενός Κανάρη; Όχι, αστειευόμαστε; Δεν υπάρχουν άλλοι πολιτικοί εκτός από τον Κωλέττη και τον Μαυροκορδάτο. Α, ξεχάσαμε και τον κόντε Μεταξά που μετά το θάνατο του Κωλέττη επιζητείς να χώσεις κι αυτόν στην πολιτική σκηνή. Τι διάβολο, τσάμπα περίμενε ο άνθρωπος, ο αρχηγός του Ρωσικού Κόμματος, όλα αυτά τα χρόνια κρυμμένος πίσω απ’ τις κουίντες; Μα να που πεθαίνει κι ο Κωλέττης. Να σου θυμίσω τι ακριβώς είπες στον Όθωνα αμέσως μετά το θάνατο του;

«Να κάμης και γενικήν αμνηστείαν, να ενωθούμεν όλοι. Κι αν σου έφταιξε κανένας, οι μεγάλοι άνθρωποι συχωρούν τοις μικρούς, μ᾿ όλον οπού ο αίτιος ήταν ο Κωλέτης. Ότι τους έκλεισε από τα δίκια τους, καθώς μου έκαμεν κι εμένα το ίδιο και ή θα χανόμουν αδίκως. Και να πάρης και τον Μαυροκορδάτο και Μεταξά σ’ αυτές τις περίστασες».

Ναι, πάρε και τον Μαυροκορδάτο και τον Μεταξά, μεγαλειότατε. Μη λείψουν οι καλοί απ’ την εξουσία. Αχ, ρε Μακρυγιάννη… Μαζί με την πειθώ δεν μπορούσε ο Θεός να σου δώσει κι ένα ψιχαλάκι κρίση; Ούτε καν μια σταλιά μνήμη να θυμηθείς τι έκαναν όλον αυτόν τον καιρό και τι τους έχεις σύρει κατά καιρούς; Και μήπως ήταν η πρώτη φορά; Ας δούμε λίγο τη συνέχεια αυτής της τραγικής φαρσοκωμωδίας.

«Είδα ότι εις αυτείνη την περίστασιν δεν μπορώ μόνος μου να κάμω τίποτας. Συλλογίστηκα να βάλω και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Πήγα τους αντάμωσα, τους είπα. «Να μου δώσετε τον λόγον της τιμής σας, κάτι θα σος ειπώ». Υποσκέθηκαν».

Υποσχέθηκαν, μπάρμπα Γιάννη, ε; Τώρα γαϊδουρόδεσες!

Για να μην μακρηγορήσω πάλι συνεταίρους γυρεύεις και στρέφεσαι στο κάθε λέσι, στον κάθε κακό δαίμονα της Ελλάδας αφού τους είχες λούσει πρώτα με βρισιές και κατηγόριες κι ύστερα αφού τους λουστείς και τους ξαναλουστείς, πάλι εσύ ο ίδιος τους βρίζεις ξανά για να συνεχιστεί στο διηνεκές όλος αυτός ο παραλογισμός, όλη αυτή η σχιζοφρενική κατάσταση. Θέατρο του παραλόγου πόσα χρόνια άραγε πριν απ’ τον Ιονέσκο! Άσε δεν τον ξέρεις. Ας δούμε καλύτερα τι γράφεις παρακάτω.

«Η αφεντιά σου ο ίδιος, κύριε Μεταξά, μας είπες ότι ήμασταν ανάξιοι και δεν γυμνώσαμεν κι εμείς (Σ.Σ: τους χωρικούς)  καθώς και οι άλλοι».

«Ότι η εδική σου η συντροφιά, κύριε Μαυροκορδάτε, άνοιξε αυτείνη την στράτα. Και πόσοι χάθηκαν και χάνονται ως την σήμερον και πόσοι θα χαθούμεν ακόμα κι εμείς δεν ξέρομεν».

Είναι εκείνο το γαϊδουρόδεμα που λέγαμε…

Τι να πει κανείς; Ας είναι. Έστω κι έτσι σ’ ευχαριστούμε. Σ’ ευχαριστούμε για το δικό σου αίμα που χύθηκε για την πατρίδα. Σ’ ευχαριστούμε για τις πληγές τις αγιάτρευτες πάνω στο σώμα σου που σε βασάνιζαν ως το τέλος. Σ’ ευχαριστούμε που πολέμησες τον ξένο βασιλιά και απαίτησες μαζί με το λαό σύνταγμα και δικαιοσύνη. Σ’ ευχαριστούμε για την περίλαμπρη μέρα της τρίτης του Σεπτέμβρη. Και σε συγχωρούμε. Συγχωρούμε τα πάθη, τα λάθη και τις αδυναμίες σου. Συγχωρούμε τις επιλογές σου, τις λάθος πλευρές που διάλεξες να σταθείς. Συγχωρούμε όλες τις μικρές και μεγάλες αμαρτίες σου. Ποιοι είμαστε εμείς για να κρατήσουμε κακία σ’ έναν αγωνιστή ύστερα από τόσα χρόνια; Αν σε ξεθάψουμε σίγουρα θα βρούμε στα κόκκαλα σου σημάδια από τούρκικα βόλια. Εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου να σ’ έχει συγχωρέσει και η πατρίδα, η Ελλάδα μας, σαν διαχρονική και πανανθρώπινη υπόσταση φωτός και ανθρωπιάς. Βάζω τελευταίο κάτι από τα γραφόμενα σου που ευχαρίστως θα συνυπογράφαμε και σήμερα μαζί σου.

«Σας ερωτώ, εσάς τους εκλαμπρότατους και μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ελλάδος αρχή και τέλος, αν ήρθατε από καλωσύνη σας να μας φωτίσετε, να μας λευτερώσετε, διατί να χυθούν αυτά τα αίματα όπου χύθηκαν και η πατρίδα να είναι εις την κατάστασιν όπου είναι ως την σήμερον, και να γένη αυτείνη η δυστυχία γενικώς εις τους τίμιους ανθρώπους; Και να θέλουν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Ρούσσοι, οι Αουστριακοὶ ή άλλο κράτος να μας κυβερνήσουν με το μέσον το δικόν σας;».

Κάπου εδώ, μπάρμπα Γιάννη, τελειώνει το δικό μου γράμμα.

Καλή σου νύχτα!