ΜΕΓΑΝΗΣΙ 2023: “Tοκ-Tοκ!”. Τα προβλήματα είναι, που μας χτυπούν την πόρτα.

ΜΕΓΑΝΗΣΙ 2023:

Tοκ-Tοκ!”

Τα προβλήματα είναι, που μας χτυπούν την πόρτα.

Του Παναγιώτη Κονιδάρη

(Α’ μέρος)

Το καλοκαίρι είναι πάντα μια περίοδος την οποία ο Έλληνας συνδέει με τις διακοπές του, την ραστώνη, την ανεμελιά και την ξεκούραση, κι όχι με τον πολιτικό προβληματισμό, την συζήτηση φλεγόντων ζητημάτων, την επίλυση πολύπλοκων προβλημάτων. Άρα ίσως και να μην είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξει ένας τέτοιος διάλογος.

Από την άλλη, η προεκλογική περίοδος των δημοτικών εκλογών που έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό -και το επόμενο διάστημα θα κορυφωθεί-, δεν επιτρέπει περαιτέρω αναβολές σε κάποιον που θέλει να θίξει με σοβαρότητα και σε βάθος τα πολλά και κρίσιμα για το μέλλον του νησιού ζητήματα.

Ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο έως τώρα πολιτικός διάλογος (αν υποθέσουμε ότι έχει υπάρξει τέτοιος!) δεν τα έχει ακουμπήσει ούτε καν ακροθιγώς. Κανείς από τους έως τώρα εκπεφρασμένους υποψήφιους δεν μας έχει εκθέσει ξεκάθαρα τις απόψεις του, δεν έχει αναλύσει τις θέσεις του, δεν έχει συμφωνήσει ή διαφωνήσει με κάποιες επιλογές της παρούσας ή και παλιότερων δημοτικών αρχών, λες και δεν έχουν καμία πλέον σημασία όλα αυτά. Αντίθετα, ο έως τώρα προεκλογικός αγώνας δεν είναι παρά μια στείρα ονοματολογία, ποιος-είναι-με-ποιόν. Ωστόσο τα προβλήματα δεν περιμένουν, ούτε και νοιάζονται για ονοματολογίες. Τα προβλήματα είναι εδώ και μας χτυπούν την πόρτα: «τοκ-τοκ!», λίγο πριν γίνουν για πάντα άλυτα.

Υπό αυτό το πρίσμα αποφάσισα να εκθέσω τις δικές μου απόψεις, βασισμένες στην εικοσάχρονη εμπειρία μου, για αυτά που θεωρώ ότι είναι τα μεγάλα και σημαντικά ζητήματα του νησιού. Δεν θα πλατειάσω υπερβολικά, θα προσπαθήσω να μείνω στην ουσία. Εξάλλου ούτε είμαι πια, ούτε σκοπεύω να ξαναγίνω αιρετός, οπότε η τοποθέτησή μου θα είναι αυτή του μόνιμου κατοίκου που ανησυχεί για το μέλλον του νησιού. Θα προσπαθήσω όμως να κάνω σε κάθε θέμα μια σύντομη αναδρομή στο παρελθόν και -όσο μπορώ- να προτείνω λύσεις για το άμεσο και μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Για ποιόν λόγο να μπω σε μια τέτοια διαδικασία; Καταρχήν γιατί νοιάζομαι για το Μεγανήσι, εδώ ζω. Κατά δεύτερον γιατί μεγαλώνω ακόμα παιδιά σε αυτό το νησί. Κατά τρίτον γιατί κάποια πράγματα τα έχω παλέψει προσωπικά και έχω ιδρώσει γι’ αυτά. Και τέταρτον, με την αμυδρή ελπίδα ότι ίσως αυτό το άρθρο θα διαβαστεί και θα αξιολογηθεί από αρκετούς, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα έναυσμα, μια θρυαλλίδα του πολιτικού διαλόγου ενόψει των εκλογών του Οκτώβρη. Όχι με την ελπίδα να συμφωνήσουν όλοι μαζί μου, κάθε άλλο! Έτσι κι αλλιώς δεν είμαι παντογνώστης, ούτε και έχω όλες τις λύσεις στην τσέπη μου. Εύχομαι λοιπόν να υπάρξουν και διαφωνίες και αντεπιχειρήματα και ανατροπές ακόμα όλων όσων θα υποστηρίξω, αρκεί αυτά να σηματοδοτούν εκείνο που μοιάζει να λείπει αυτή την στιγμή από το κάδρο: ολοκληρωμένο σχέδιο για το νησί.

Αρκεί όμως ο πρόλογος, ας περάσω ευθύς στην ουσία, αναλύοντας σε επιμέρους τομείς τα προβλήματα που νομίζω ότι πρέπει να θιχτούν.

1) ΥΔΡΕΥΣΗ -ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΝΕΡΟΥ

Το πρόβλημα:

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα διαχρονικά του νησιού είναι η ανεπάρκειά του σε νερό. Το Μεγανήσι ούτε είχε, ούτε θα αποκτήσει ποτέ δικές του φυσικές πηγές υδροδότησης, οπότε εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, όπως η γεώτρησή μας στο Κολώνι και ενίοτε η (μόνιμα προβληματική) υδροδότηση του Λούρου. Η γεώτρηση μας εκεί λοιπόν μπορεί να παράξει μέχρι και 1200 κυβικά νερού την ημέρα. Αυτό είναι το ανώτερο όριό της, αν υποθέσουμε ότι δεν έχεις διαρροές ή άλλα προβλήματα στο δίκτυο, αλλιώς είναι ακόμα μικρότερο. Το όριο αυτό το φτάνουμε και ενίοτε το ξεπερνάμε τους θερινούς μήνες, οπότε τα πράγματα φτάνουν κάθε χρόνο σε οριακό σημείο ως προς την επάρκεια του νερού. Η κατάσταση αυτή ασφαλώς θα χειροτερέψει για δύο λόγους: α) την κλιματική αλλαγή, την οποία ήδη με τους φετινούς καύσωνες αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε στο πετσί μας και

β) την έντονη και συνεχιζόμενη οικοδομική δραστηριότητα η οποία θα προσθέτει πάμπολλες κατοικίες με υψηλή κατανάλωση υδάτινων πόρων στο άμεσο μέλλον.

Αυτά σημαίνουν ότι οφείλουμε να δράσουμε (στην πραγματικότητα έπρεπε να είχαμε ήδη δράσει) άμεσα για να βελτιώσουμε και την παροχή υδάτινων πόρων και την διαχείριση στην χρήση τους. Αλλιώς θα φτάσουμε σε σημείο τους θερινούς μήνες να μην έχουμε νερό, όχι απλά για τους τουρίστες, αλλά ούτε για να πιούμε εμείς, στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ιστορικό:

Επί δημαρχίας Σακκά είχε αγοραστεί (πολύ σωστά) από τον δήμο μας κτήμα, όχι μακριά από την σημερινή γεώτρηση. Σκοπός ήταν να φτιαχτεί εκεί δική μας γεώτρηση και να αποδεσμευτούμε από τον βραχνά της Λευκαδίτικης, ενδεχομένως και με αύξηση της αντλούμενης ποσότητας, κυρίως όμως με αυτοδιαχείριση. Η δημοτική αρχή Ζαβιτσάνου έκανε τα εξής: α) Μελέτη για την γεώτρηση αυτή, β) αλλαγή μεγάλων κομματιών του πεπαλαιωμένου δικτύου, γ) αλλαγή στις σωληνώσεις στην κεντρική δεξαμενή άντλησης ώστε να μην ξεμένουμε από νερό λόγω αρδεύσεων στον κάμπο, δ) μελέτη και ένταξη αντικατάστασης όλου του δικτύου εκτός και εντός οικισμών, ε) τοποθέτηση booster (προωθητή) στην πηγή για αύξηση της προσφερόμενης ποσότητας. Η δική μας γεώτρηση δυστυχώς δεν προχώρησε τότε λόγω κάποιων μεμονωμένων αντιδράσεων στον δήμο Λευκάδας. Η δημοτική αρχή Δάγλα προχώρησε το θέμα των αλλαγών σωληνώσεων στο δίκτυο (με αύξηση της διαμέτρου στο εξωτερικό δίκτυο) και αγόρασε και δεξαμενές αποθήκευσης νερού. Πάγωσε ωστόσο το θέμα της νέας γεώτρησης, ενώ δεν εγκατέστησε και το σύστημα τηλεμετρίας που θα επέτρεπε τον καλύτερο έλεγχο των προβλημάτων και διαρροών του δικτύου συνολικά.

Προτάσεις:

Η αποθήκευση του νερού είναι κάτι προσωρινό. Ακόμα κι αν το νησί μας μπορούσε με μια νέα δεξαμενή πχ 2.000 κυβικά στις Ράχες να αποθηκεύσει την αντίστοιχη ποσότητα, αυτό δεν θα του κάλυπτε παρά τις ανάγκες 1-2 καλοκαιρινών ημερών. Λύση μεν, μεγάλου κόστους και μικρού οφέλους δε. Η λύση για ένα τουριστικό νησί, με διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες, δεν μπορεί να είναι άλλη από την αύξηση της προσφερόμενης ποσότητας. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με δύο τρόπους (και μάλλον θα χρειαστούν και οι δύο) για να διασφαλίσουμε τις επόμενες δεκαετίες: α) με την νέα γεώτρηση, αλλά κυρίως β) με μονάδα αφαλάτωσης.

Η αφαλάτωση μπορεί να μην παρέχει το τέλειο νερό, αλλά πλέον είναι η λύση που προτίμησαν (και σωστά) όλα τα νησιά που είχαν προβλήματα υδροδότησης, από την Ύδρα, την Πάτμο και το Αγαθονήσι μέχρι την «δικιά» μας Ιθάκη. Οι μονάδες αφαλάτωσης πλέον είναι σχετικά οικονομικές και σύγχρονες. Η ποιότητα του νερού έχει βελτιωθεί σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες κατά πολύ και η λειτουργία (η οποία θα είναι μόνο τους θερινούς μήνες και όπου υπάρχει ανάγκη) και το κόστος λειτουργίας θα αποσβεστούν από την υπερκάλυψη της ζήτησης, ενδεχομένως και με προσαρμογές στα τιμολόγια.

Μιας και αναφέρθηκα σε προσαρμογές, ασφαλώς δεν εννοώ αύξηση των τελών των πολιτών και των οικιών/εστίασης. Υπάρχουν εντούτοις μεγαλοκαταναλωτές, κυρίως ιδιωτικές ή ενοικιαζόμενες βίλες που καταναλώνουν πολλαπλάσια από τα χωριά. Εκεί χρειάζεται μια αναπροσαρμογή και μια «τιμωρητική» οικονομική πολιτική, ώστε να περιορίσουν τις σπατάλες τους και να μην δημιουργούν προβλήματα (όπως αυτά που έχουμε τις μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές επειδή κάποιοι αποφάσισαν να γεμίσουν τέλος Ιουλίου τις πισίνες τους!). Γενικά χρειάζονται επικαιροποιημένοι κανόνες χρήσης των υδάτινων πόρων.

Αν το Μεγανήσι καταφέρει σύντομα (και μπορεί να το κάνει) αυτά τα πράγματα (αφαλάτωση, τηλεμετρία και υπόλοιπες αλλαγές παλιού δικτύου και νέα γεώτρηση) όλα θα πάνε καλά σε αυτόν τον τομέα.

2) ΣΜΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Το πρόβλημα:

Τους θερινούς μήνες λόγω τουρισμού (οικιών αλλά και παράκτιου) τα στερεά απόβλητα σχεδόν τριπλασιάζονται ή και τετραπλασιάζονται σε σχέση με τον χειμώνα. Έτσι από τα 5-10 κυβικά που θα μαζέψει ημερησίως η σκουπιδιάρα έναν χειμωνιάτικο μήνα πάμε στα 20 κυβικά τον Ιούλιο- Αύγουστο (και σκεφτείτε ότι και αυτά είναι συμπιεσμένα περίπου κατά το ένα τρίτο, ο πραγματικός όγκος σκουπιδιών το καλοκαίρι είναι γύρω στα 50-60 κυβικά ασυμπίεστος, αύξηση 20% σε σχέση με 10 χρόνια πριν). Κάντε τους υπολογισμούς σε τόνους σκουπιδιών και θα καταλάβετε γιατί ο σχετικά μικρός και ακατάλληλος σκουπιδότοπος στην Σκίζα ξεχειλίζει πολύ γρήγορα και δημιουργεί αυτήν την αποκρουστική εικόνα που υποβαθμίζει για χρόνια μια από τις ωραιότερες περιοχές του νησιού. Αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα τα σκουπίδια θα φτάσουν σε τέτοια επίπεδα που δεν μπορούν πλέον να είναι διαχειρίσιμα με ό,τι αυτό σημαίνει για την ποιότητα ζωής στο νησί. Το εντελώς πρόσφατο συμβάν με την επαπειλούμενη βαριά καμπάνα των 400.000 ευρώ στον δήμο για την Σκίζα, δεν δείχνει παρά το αδιέξοδο της κατάστασης.

Ιστορικό:

Δεν έχει νόημα να μπλέξουμε με πολύπλοκες εξηγήσεις και γραφειοκρατικούς ορισμούς για τον σκουπιδότοπο, θα τα πω όσο πιο απλά γίνεται. Στην ουσία ήταν ένας υποτιθέμενος ΧΥΤΑ (χώρος υγειονομικής ταφής) που δεν λειτουργούσε ως τέτοιος, αλλά μάλλον ως ΧΑΔΑ (ανεξέλεγκτης διάθεσης) με τα σκουπίδια ενίοτε να καίγονται από τις εκάστοτε δημοτικές αρχές ώστε να περιορίζουν τους όγκους τους. Πλέον, εδώ και πολλά χρόνια τέτοιες λύσεις δεν θα μπορούσαν να είναι ανεκτές, κι όχι βέβαια μόνο λόγω τουρισμού, και έτσι όλες οι δημοτικές αρχές προσπάθησαν να βρουν λύσεις. Η τελική λύση που προκρίθηκε ήταν ο ΣΜΑ, ο σταθμός μεταφόρτωσης ώστε τα σκουπίδια να συμπιέζονται σε ένα μεγάλο όχημα-μεταφορέα και να φεύγουν για τον αδειοδοτημένο ΧΥΤΑ άλλου νομού, συγκεκριμένα αυτόν της Παλαίρου. Εντωμεταξύ ο υπάρχων ΧΥΤΑ έπρεπε να αποχαρακτηριστεί από ΧΥΤΑ, να αποκατασταθεί και τα σκουπίδια που είχε εκεί να μεταφερθούν. Λίγα από αυτά προχώρησαν όπως έπρεπε και γι’ αυτό συχνά πυκνά βλέπουμε εικόνες ντροπής με τα σκουπίδια να ξεχειλίζουν έξω από την περίφραξη και να απλώνονται προς τον δρόμο της Σκίζας…

Προτάσεις:

Δεν υπάρχουν πολλές λύσεις για να διαλέξει κανείς. Καινούριος σκουπιδότοπος είναι αδύνατον να υπάρξει. Ο παλιός τα έφαγε τα ψωμιά του, δεν μπορεί να ξαναγίνει ΧΥΤΑ. Η λύση του ΣΜΑ είναι μονόδρομος και πρέπει να επιταχυνθεί με κάθε κόστος. Πρέπει να γίνει η παραλαβή και η οριστική λειτουργία του συστήματος μεταφοράς σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πρέπει παράλληλα να προχωρήσει ένα δυναμικό πρόγραμμα ανακύκλωσης, τόσο των κλασικών ανακυκλώσιμων (χαρτί, πλαστικό, κτλ) όσο και μετάλλων, λαδιών και άλλων τοξικών ουσιών. Αυτό ασφαλώς προϋποθέτει πολύμηνη καμπάνια πληροφόρησης και εκπαίδευση του πληθυσμού, αλλά θα έχει ως όφελος την εξοικονόμηση τουλάχιστον του 30-40% του όγκου των σκουπιδιών. Η Σχίζα κατά την γνώμη μου θα έπρεπε το ταχύτερο δυνατόν να καθαρίσει για πάντα και να μετατραπεί σε ένα περιβαλλοντικό πάρκο, δίνοντας νέα ώθηση και αξία στην ευρύτερη περιοχή, που θα μπορούσε να εκτιναχθεί τουριστικά λόγω της εκπληκτικής θέας. Το όχημα μεταφόρτωσης/πρέσα δεν θα ήταν καν ανάγκη να παρκάρει εκεί πάνω, ούτε θα προκαλούσε μόλυνση μιας και είναι στεγανό. Τέλος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ο παλιός σκουπιδότοπος του Βαθιού για την προσωρινή αποθήκευση των ανακυκλώσιμων.

3) ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ

Το πρόβλημα:

Η αύξηση του τουρισμού σημαίνει μοιραία αύξηση και των αποβλήτων σε έναν τόπο. Άρα και των υγρών αποβλήτων, όπως είναι τα λύματα. Το γεγονός ότι συνεχίζονται οι πρακτικές απόρριψης λυμάτων χωρίς έλεγχο (πχ στις θάλασσες μας) και το ότι το έδαφος και οι υποδομές σπιτιών και μαγαζιών παραμένουν εν πολλοίς υποτυπώδεις, όπως ήταν εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο δεν λύνει αλλά διογκώνει το πρόβλημα, που γίνεται έντονα αισθητό το καλοκαίρι, ιδίως στο Βαθύ. Εν μέρει λύνεται με την μεταφορά λυμάτων με βυτία, από τις επιχειρήσεις ή και από οικίες. Αλλά αυτό είναι μπάλωμα, είναι κοστοβόρο και σε κάθε περίπτωση δεν αφορά το σύνολο των προβληματικών βόθρων, δυστυχώς, αφού κάποιοι συνεχίζουν να μολύνουν το περιβάλλον.

Ιστορικό:

Ο Βιολογικός Καθαρισμός (ΒΚ) δεν είναι εύκολη υπόθεση, για κανέναν τόπο. Η χωροθέτηση, η λειτουργία του, η συντήρησή του, η απόρριψη του υγρού δημιουργούν πάντα προστριβές στις κατά τόπους κοινωνίες. Ωστόσο οι ΒΚ λύνουν πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα δημιουργούν. Η δημοτική αρχή Φερεντίνου άνοιξε το ζήτημα πρώτη και εκείνη του Ζαβιτσάνου είχε το θάρρος να πάρει το πολιτικό κόστος και να προχωρήσει την αρχική μελέτη με ευρύ κοινωνικό διάλογο, με ημερίδες, με τεχνικές εκθέσεις, τοποθετήσεις επιστημόνων και τοπικών κοινωνιών, ακόμα και με συγκρούσεις.

Τότε λοιπόν είχε προαχθεί η λύση να τοποθετηθεί ένας κεντρικός ΒΚ στης Μάρως το λαγκάδι (ή εναλλακτικά σε περιοχή πέραν του Στραβνάμ) και να υπάρχει και το αντίστοιχο δίκτυο μεταφοράς για τους οικισμούς. Η λύση ήταν ευρέως αποδεκτή, αφού πρόκειται για μια μη τουριστικά εκμεταλλεύσιμη περιοχή, αλλά είχε κάποιο σημαντικό κόστος για τα δίκτυα, οπότε έπρεπε να βρεθεί γενναία χρηματοδότηση. Η δημοτική αρχή Δάγλα άλλαξε πλήρως τον σχεδιασμό και προχώρησε σε αδειοδότηση compact μονάδας για την Σκίζα. Σύμφωνα και με τελευταίο δελτίο τύπου επιμένει στην ολοκλήρωση αυτού του σχεδιασμού.

Προτάσεις:

Κατά την γνώμη μου ένας μικρός compact BK στην Σκίζα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Πέρα από τα τεχνικά χαρακτηριστικά και το ότι έχει ανάγκη να λειτουργεί όλον τον χρόνο (αλλιώς οι μικροοργανισμοί που αποδομούν τα λύματα καταστρέφονται και τα λύματα παύουν να βγαίνουν επεξεργασμένα), τίθενται ζητήματα του πώς θα μεταφέρονται τα λύματα εκεί (προφανώς με βυτία αφού δεν προβλέπεται δίκτυο;), ποιο θα είναι το κόστος της μεταφοράς και ποιος θα το πληρώνει, πού θα καταλήξει το τελικό επεξεργασμένο υλικό; Επίσης ένας τέτοιος σχεδιασμός στην ουσία παγιώνει την υποβάθμιση της περιοχής της Σκίζας. Η δική μου πρόταση θα ήταν ίδια με αυτή του αρχικού σχεδιασμού για της Μάρως το λαγκάδι και θα συζητούσα το ξεχωριστό ενδεχόμενο να τοποθετήσω έναν compact ειδικά στο Βαθύ. Η λύση του βυτίου θα απέμενε μόνο για τις απομακρυσμένες επιχειρήσεις και οικίες, ενώ για τις εντός οικισμών θα πρέπει να είναι υποχρεωτική η συμμετοχή στην μεταφορά λυμάτων.

Δεν παραβλέπω φυσικά ότι η πρότασή μου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις τωρινές στοχεύσεις της δημοτικής αρχής. Αν τελικά επικρατήσει αυτή η λύση (το πιθανότερο) φοβάμαι ότι θα εμφανιστούν σύντομα τα προβλήματα διαχείρισης και λειτουργίας της μονάδας. Κι αυτό θα σημαίνει χαμένο χρήμα και χρόνο.

4) ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΙ- ΠΑΡΚΙΝΓΚ

Το πρόβλημα:

Χωριά που κτίστηκαν εδώ και αιώνες, δεν αλλάζουν. Οι δρόμοι είναι στενοί, ενίοτε σοκάκια, ενώ και το τουριστικό προϊόν συνεπάγεται τεράστια αύξηση στην μετακίνηση οχημάτων, χρόνο με τον χρόνο. Αυτό δημιουργεί το γνωστό κυκλοφοριακό κομφούζιο που όλοι γνωρίζουμε το καλοκαίρι, και στις ώρες αιχμής κανονικό έμφραγμα εντός των οικισμών. Όλο αυτό φυσικά δεν είναι πρωτόγνωρο, συμβαίνει σε πολλά νησιά μιας και τα νησιά δεν είναι κάμποι και πεδιάδες να έχουν τεράστιους χώρους για τα οχήματα. Αλλά αυτό δεν μας σώζει από την υποβάθμιση του νησιού και της ποιότητας της ζωής των κατοίκων και του τουρισμού.

Ιστορικό:

Την εποχή Φερεντίνου ανοίχτηκε ο πρώτος περιφερειακός στο Σπαρτοχώρι και σιγά-σιγά εμφανίστηκαν και τα πρώτα δημοτικά πάρκινγκ, έστω και εποχιακά. Ο περιφερειακός του Σπαρτοχωρίου, παρά τα προβλήματα στην χάραξή του, αποτελεί ακόμα και σήμερα την μεγαλύτερη ανάσα στην κίνηση στον οικισμό. Κανείς δεν χρειάζεται πχ να μπει στο χωριό για να πάει στα Σπήλια. Η εποχή Ζαβιτσάνου όχι μόνο επέκτεινε τους χώρους πάρκινγκ στις παρυφές των οικισμών (με ενοικιάσεις ιδιωτικών οικοπέδων), αλλά και προχώρησε στην μελέτη και σχεδίαση και των περιφερειακών Κατωμερίου και Βαθέος. Κάποια κομμάτια μάλιστα διανοίχτηκαν, σε αυτόν του Βαθιού σχεδόν όλος. Απέμενε μόνο η έξοδος στον επαρχιακό δρόμο όπου απαιτούνταν κάποιος κόμβος. Ικανοποιητική ήταν και η σχεδίαση του περιφερειακού του Κατωμερίου που από την Παναγία θα μπορούσες να περάσεις πίσω από το Δημαρχείο και να βγεις τελικά στον δρόμο του Αθερινού. Κολλούσε στο ότι θα έπρεπε να γίνουν κάποιες μικρές απαλλοτριώσεις στην έξοδό της. Η δημοτική αρχή Δάγλα προσπάθησε να κρατήσει το καθεστώς των πάρκινγκ, με σημαντικότερο αυτό στο Γυμνάσιο στο Σπαρτοχώρι, αλλά κάποια άλλα πάρκινγκ στην πορεία έκλεισαν. Το θέμα περιφερειακών δεν το ακούμπησε καν.

Προτάσεις:

Οι περιφερειακοί και τα πάρκινγκ είναι πρωτίστως θέμα σεβασμού του συνόλου των κατοίκων και πολιτισμού. Χωρίς αυτά, το πρόβλημα θα διογκώνεται και θα καταλήξει σε τεράστια υποβάθμιση των οικισμών και των τουριστικών δραστηριοτήτων σε αυτούς. Οφείλει λοιπόν ο δήμος να προχωρήσει με τόλμη και δίχως να διστάσει να συγκρουστεί με μικροσυμφέροντα όπου χρειαστεί, ώστε να ολοκληρωθούν οι περιφερειακοί. Εκατό τετραγωνικά από ένα χωράφι, μια λιθιά ή ένα κοτέτσι δεν μπορεί να είναι σημαντικότερα από την ομαλή λειτουργία όλου του οδικού δικτύου και των οικισμών. Ακόμα και με κάποιες σχετικά ανεκτές υποχωρήσεις και συνεννοήσεις με τους ιδιοκτήτες και μια μέτρια χάραξη και κατασκευή περιφερειακού θα είναι οπωσδήποτε καλύτερη από την μη χάραξη και το μπάχαλο. Εξυπακούεται ότι με το που θα φτιαχτούν οι περιφερειακοί μεγάλο όχημα δεν ξαναμπαίνει εντός οικισμού χωρίς ειδική άδεια- και μόνο τους χειμερινούς μήνες. Αυτό θα είναι ένα πρόσθετο κέρδος.

Κάτι ανάλογο, τόλμη δηλαδή, χρειάζεται και στο θέμα των πάρκινγκ. Όπου ο δήμος δεν μπορεί να έρθει σε μακροχρόνιες ή και ετήσιες συμβάσεις με ιδιοκτήτες και να διαμορφώσει πάρκινγκ (υπάρχουν πολλές και καλές επιλογές) θα πρέπει να προχωρήσει σε επιλεκτικές απαλλοτριώσεις, όσο χρόνο κι αν χρειαστεί αυτό δικαστικά. Επιπλέον θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα ήδη υπάρχοντα. Για παράδειγμα το πάρκινγκ στο γήπεδο Κατωμερίου είναι μονίμως άδειο (έχει καμιά δεκαριά αυτοκίνητα ενώ χωράει εκατό!), την ίδια στιγμή που δρόμοι του χωριού έχουν παρκαρισμένα οχήματα δεξιά κι αριστερά, μόνο και μόνο για να το έχει ο άλλος έξω από το σπίτι του, κι ας κλείνει τον δρόμο. Αυτό πρέπει να σταματήσει οριστικά. Από την άλλη καλό θα ήταν ο δήμος να φροντίσει να φτιάξει κάποια υποτυπώδη στέγαστρα και διαγραμμίσεις στο συγκεκριμένο πάρκινγκ (και όπου αλλού μπορεί) ώστε η διαμονή των αμαξιών να είναι πιο ελκυστική και φυσικά να λειτουργούν πάντα οι κάμερες για λόγους ασφαλείας.

5) ΜΑΡΙΝΑ ΑΘΕΡΙΝΟΥ

Το πρόβλημα:

Ο Αθερινός αποτελεί εδώ και δεκαετίες μια σημαντική πύλη θαλάσσιου τουρισμού στο νησί μας. Είναι γραφικός, απάνεμος, έχει πλέον υποδομές, είναι κοντά σχετικά στο χωριό και πολύ κοντά στο Φανάρι. Άρα είναι ιδανικό σημείο ανάπτυξης και επέκτασης του θαλάσσιου τουρισμού μας. Μια μαρίνα στον Αθερινό θα προσελκύσει χιλιάδες επιπλέον σκάφη κάθε χρόνο στο νησί μας και ολόκληρη η περιοχή του λιμανιού θα γνωρίσει νέα άνθηση. Μια μαρίνα που αυτή την στιγμή είναι ακόμα στα χαρτιά.

Ιστορικό:

Το υπάρχον λιμάνι του Αθερινού είναι έργο του Φερεντίνου, εκτός από κάποιες μικρές βελτιώσεις (πχ γλίστρα) που είναι της εποχής του Ζαβιτσάνου. Ο τελευταίος ήταν αυτός που οραματίστηκε και την επέκταση των λιμενικών εγκαταστάσεων προς τον κάβο. Η μελέτη που έφτιαξε ήταν εξαιρετική και προβλέπει πάνω από 100 νέες θέσεις ελλιμενισμού με δημιουργία πλωτών ντόκων, ώστε να είναι σχετικά οικονομική και φιλική στο περιβάλλον κατασκευή, με το ελάχιστο δυνατόν μπετό. Ταυτόχρονα προβλέπεται και κτίριο για τις λειτουργίες της μαρίνας. Ο Δάγλας προχώρησε ευτυχώς την μελέτη, την επικαιροποίησε και πήρε οριστική χωροθέτηση από τα συναρμόδια υπουργεία. Τώρα απομένει το δύσκολο κομμάτι, αυτό της εύρεσης χρηματοδότησης για την υλοποίηση του έργου.

Προτάσεις:

Αυτό, χωρίς συζήτηση, θα πρέπει να είναι ένα από τα πρώτα έργα που θα τρέξει η νέα δημοτική αρχή. Η εύρεση χρημάτων δεν είναι πάντα εύκολη, αλλά υπάρχουν ευκαιρίες και η ντόπια κοινωνία μπορεί να ασκήσει στην κυβέρνηση με πολλούς τρόπους πιέσεις για το θέμα (εννοείται ότι τα λεφτά θα βγουν από ίδιες επενδύσεις του κράτους ή έστω ευρωπαϊκά προγράμματα).

Το άλλο θέμα που θα πρέπει να προσεχθεί είναι ο τρόπος διαχείρισης της μαρίνας, όταν αυτή με το καλό ολοκληρωθεί. Θα μου πεις, ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τονέ βαφτίσαμε; Θα απαντήσω: κάλλιο γαϊδουρόδενε… Η μαρίνα στο Βαθύ ενοικιάστηκε σε ιδιώτη και αυτή η σύμπραξη είχε στην πορεία αρκετά προβλήματα. Εδώ θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι και ο δήμος να κάνει σοβαρή προσπάθεια (υπάρχουν τρόποι) αυτοδιαχείρισής της, για το μέγιστο κοινωνικό όφελος και δημόσιο συμφέρον. Αλλά αυτά θα έχουμε χρόνο να τα συζητήσουμε στην πορεία.

6) ΣΧΟΟΑΠ

Το πρόβλημα:

Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα των τελευταίων ετών είναι πέρα από κάθε προηγούμενο. Τα Ιόνια νησιά δεν είχαν την πρώιμη τουριστική ανάπτυξη (ή «ανάπτυξη») που είχε το Αιγαίο, η Ρόδος, η Κρήτη. Αυτό ήταν εν μέρει ευλογία, μιας και κράτησαν για καιρό την παρθενιά τους. Την τελευταία δεκαετία όμως η Λευκάδα είναι πρώτη σε όλη την Ελλάδα στο ποσοστό αύξησης των οικοδομικών αδειών και το Μεγανήσι αντίστοιχα!

Αυτό δεν θα ήταν από μόνο του κακό αν αυτή η οικοδομική έκρηξη δεν ήταν άναρχη, ανεξέλεγκτη, ενίοτε βάναυση για το φυσικό περιβάλλον, το πράσινο και τις παραλίες μας. Αγοράζονται και πουλιούνται οικόπεδα σωρηδόν, κυρίως σε ξένους, από τους οποίους ελάχιστοι σέβονται την παράδοση και το περιβάλλον του νησιού. Έτσι βλέπουμε να ξεπετάγονται εν μια νυκτί βίλλες σε κάθε ραχούλα, λόφο, λοφογραμμή, παραλία κτλ. Πολλές από αυτές τις κατασκευές είναι σε ένα στιλ εντελώς μεταμοντέρνο που δεν έχει καμία απολύτως σχέση όχι με την αρχιτεκτονική παράδοση του νησιού, αλλά ούτε καν με αυτή της υπόλοιπης Ελλάδας. Συντοχρόνως παρατηρούμε μεγάλους όγκους κτιρίων, τριώροφα κτίρια, ενίοτε και κανένα τετραώροφο, κατά παράβαση της νομοθεσίας ή ποιος ξέρει με τι τεχνικά τερτίπια (πχ κλίσεις εδάφους κ.ό.κ.). Και σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί ιδιοκτήτες (με την αρωγή των κατασκευαστών ενίοτε, αν όχι πάντα) θεωρούν και τις παραλίες και τα προϋπάρχοντα μονοπάτια ιδιοκτησία τους και τα φράζουν με σύρματα, τα χτίζουν με τσιμέντο, λιθιές, πέτρα, βάζουν ντουζιέρες και έπιπλα στην ακτή λες και την κληρονόμησαν από τους παππούδες τους, και η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Ιστορικό:

Το ΣΧΟΟΑΠ, δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του δήμου και των δημοτών. Ένα σχέδιο που αποφασίζεται και παίρνει ΦΕΚ κάποια στιγμή από το κράτος και ισχύει σε τοπικό επίπεδο βάζοντας κανόνες αρχιτεκτονικούς, δόμησης, χρήσης και αξιοποίησης γης, διαμερισματοποιεί τις δραστηριότητες (πχ οχλώσες χωριστά από τις τουριστικές) και γενικά βάζει και τηρεί κανόνες σε ό,τι έχει να κάνει με την γη και την εκμετάλλευσή της. Για πρώτη (και τελευταία ίσως) φορά ακούστηκε την εποχή Ζαβιτσάνου, οπότε και προχώρησε η φάση Α’ και πήρε έγκριση. Στη κρίσιμη φάση Β’ όμως δεν προλάβαμε να μπούμε ποτέ. Κι έτσι πορευόμαστε με το να φτιάχνει ο καθένας ό,τι του γουστάρει, όπου του γουστάρει, χωρίς έλεγχο και χωρίς κανόνες.

Προτάσεις:

Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Ακόμα και τώρα, που η κατάσταση έχει κάπως ξεφύγει από τον έλεγχο και που έχουν ήδη φτιαχτεί εκτρώματα, ενώ κοντεύουμε να γίνουμε σαν και την Μύκονο που βούηξε φέτος το πανελλήνιο για τις παρανομίες και την αναρχία της στις οικοδομές/κατασκευές, ακόμα και τώρα λοιπόν, πιστεύω ότι το ΣΧΟΟΑΠ είναι απαραίτητο και ελπίζω ότι δεν είναι αργά. Θα πρέπει να εφαρμοστεί έστω με ένα ενδιάμεσο μοντέλο (αυτό που λέγαμε «αειφόρας ανάπτυξης», δηλαδή να μην καταστρέφεις περισσότερα από όσα μπορούν να αναπλαστούν/επαναδημιουργηθούν για να παραδώσεις τουλάχιστον όσα βρήκες στις επόμενες γενιές). Τι σημαίνει στην πράξη αυτό; Αν όχι επιβολή αυστηρών περιορισμών οικοδομικά, αρχιτεκτονικά κτλ (που θα ήταν το βέλτιστο για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον των οικισμών μας και τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά των κτιρίων), τουλάχιστον με κάποια όρια στα τετραγωνικά (ειδικά εκτός οικισμών), στους ορόφους (ποτέ πάνω από έναν και ισόγειο), στις υπόλοιπες χρήσεις γης για επαγγελματικές δραστηριότητες. Επίσης απαγόρευση στις γιγάντιες μονάδες που είναι και εξαιρετικά ενεργοβόρες και κοστοβόρες και που δεν συνάδουν με το μέγεθος, τον χαρακτήρα και τις δυνατότηες του μικρού μας νησιού. Την ίδια στιγμή θα μπορούσε να καθορίσει και άλλες υποχρεώσεις των ιδιοκτητών, όπως τους στεγανούς βόθρους, το αυτόματο και στάγδην πότισμα, νερό θαλάσσης στις πισίνες, χρήση συγκεκριμένων υλικών στην κατασκευή, υποχρέωση στην ανακύκλωση υλικών κατασκευής και μπαζών κ.ό.κ. Άρα μιλάω για ένα σημαντικό φρένο στην αναρχία για να διασώσουμε αυτό που κάνει το νησί ακόμα ελκυστικό: το πράσινο και το γαλάζιο του, τον φυσικό του πλούτο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Χωρίς αυτά, χωρίς ΣΧΟΟΑΠ, ο μαρασμός είναι θέμα χρόνου. Και εννοείται ότι ακόμα και χωρίς ΣΧΟΟΑΠ θα πρέπει να κυνηγηθούν οι έως τώρα εξόφθαλμες παρανομίες, ειδικά σε καταλήψεις παραλιών και ακτογραμμής από ιδιωτικές βίλλες.

7) ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ-ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ

Το πρόβλημα:

Κανένα μέρος που στράφηκε σε έναν μόνο τομέα δεν άντεξε το οικονομικό του μοντέλο στον χρόνο. Κανένα όμως! Το ίδιο ισχύει και για νησιά σαν και το δικό μας. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχουμε πλήρως στραφεί στον τουρισμό μιας και προσφέρει γρήγορο και ικανοποιητικό κέρδος. Αυτό μας έχει κάνει να στρέψουμε τις πλάτες μας σε άλλους τομείς όπως είναι ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας, αυτοί που ζούσαν κάποτε το νησί (μαζί με την ναυτιλία φυσικά). Αν όμως κάτι στραβώσει- και πάντα μπορεί να συμβεί αυτό- στο υπάρχον μοντέλο, τότε δεν έχεις που να πιαστείς, όλο το οικονομικό οικοδόμημα του νησιού θα καταρρεύσει. Δείτε για παράδειγμα φέτος τι έγινε με τον τουρισμό τον Μάη και τον Ιούνη. Οι μαγαζάτορες κοιτούσαν τις άδειες τους καρέκλες και ο ένας τον άλλο με απορία. Και θα μπορούσε να είναι και χειρότερα όταν η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται ραγδαία, οι πόλεμοι και οι οικονομικές καπιταλιστικές κρίσεις δεν σταματούν κτλ. Δεν μας προβληματίζει καθόλου αυτό;

Ιστορικό:

Δεν θα ανατρέξω στο πολύ μακρινό παρελθόν και στο πώς το λάδι και το ψάρι μεγάλωσαν και ανάθρεψαν γενιές. Θα μείνω μόνο στο παρόν. Η ίδρυση του ενιαίου Συνεταιρισμού έγινε την εποχή Ζαβιτσάνου, ενώ το οικόπεδο για την εγκατάστασή του ήταν αγορασμένο από την εποχή Φερεντίνου. Όμως ο Αγροτικός Συνεταιρισμός, ο κυριότερος φορέας που θα μπορούσε να αναπτύξει και να εκτινάξει το εγχώριο πρωτογενές προϊόν μας, χρειαζόταν χρήματα. Κάποια τα έβαλε ο δήμος (Ζαβιτσάνος), αλλά δεν δόθηκαν αρκετά νωρίς (Δάγλας) με αποτέλεσμα να χαθούν τα τότε εργαλεία χρηματοδότησης (προγράμματα). Σήμερα ο Συνεταιρισμός κατάφερε να εξασφαλίσει κάποια χρηματοδότηση από την Περιφέρεια αλλά υπολείπεται ενεός ποσού κάπου 100 χιλιάδων ευρώ για να υλοποιήσει τους στόχους του για κτίριο, μηχανήματα κτλ. Έτσι ζητάει ξανά λεφτά από τον δήμο (και από ιδιώτες πχ Ριμπολόβλιεφ, αλλά εκεί δεν φαίνεται φως στο τούνελ).

Προτάσεις:

Κατά την γνώμη μου το λάδι του Μεγανησίου έχει μια αυξημένη υπεραξία, αν γίνει σωστή εκμετάλλευσή του. Μπορούν να παραχθούν τόνοι και τόνοι λαδιού που θα εμφιαλωθούν και θα πωληθούν είτε σε ντόπιες επιχειρήσεις, είτε λιανικής στους τουρίστες ως βιολογικό και υψηλής ποιότητας λάδι (έτσι αποκτά υπεραξία). Αυτό όχι μόνο θα έκανε τον Συνεταιρισμό ανεξάρτητο οικονομικά, αλλά θα άνοιγε και πολλές θέσεις εργασίας (χειμωνιάτικες μάλιστα) στον ελαιοκομικό τομέα, που τείνει να εγκαταλειφθεί. Τέλος θα συνέδεε τον πρωτογενή τομέα με τον τουρισμό και την παράδοση και ιστορία του τόπου (πολιτισμό), κάτι που θα ήταν η ιδανική συνύπαρξη. Και το λάδι δεν θα ήταν παρά μόνο το αρχικό προϊόν. Ψάρια, κρασί, μέλι, παραδοσιακά γλυκά και άλλες δράσεις ανάπτυξης και εξωστρέφειας του πρωτογενούς τομέα θα μπορούσαν να πάρουν σειρά αυξάνοντας την οικονομική δραστηριότητα του νησιού χωρίς να ενοχλούν το τουριστικό προϊόν, μάλιστα αναβαθμίζοντάς το σημαντικά.

Ως εκ τούτου λοιπόν η θέση μου είναι ξεκάθαρη, και ήταν πάντα τέτοια: οφείλουμε να στηρίξουμε με κάθε τρόπο (κυρίως οικονομικό) την πρωτογενή παραγωγή. Και φυσικά αυτό συμπεριλαμβάνει και τους κτηνοτρόφους και τους ψαράδες μας, κι όχι μόνο τον Αγροτικό Συνεταιρισμό και το δίκαιο αίτημά του.

 

[Τέλος Α’ μέρους, συνεχίζεται]