Το βοϊδάλετρο…

βοϊδάλετρο

Στο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Φωτεινός» (Άσμα Πρώτον) περιγράφονται με γλαφυρότητα στη Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά όλα σχεδόν τα εξαρτήματα του βοϊδάλετρου: χερουλάτης, αλετροπόδα, φτερά, σταβάρι, κέρος, ζυγός, σπάθη, ζεύλες…

«- Πάρ΄ ένα σβώλο, Μήτρο,
και διώξ΄ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
Ο χερουλάτης έφαγε τ΄ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τ΄ ήπατά μου.
Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ΄ αρρώστια, με γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι
γι΄ αυτό το έρμο το ψωμί! Και τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!…
Εξέχασες και δε μ΄ ακούς;… εσένα κράζω, Μήτρο,
διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο…

– Είναι του Ρήγα, δεν κοτώ… Για κοίτταξ΄ εκεί πέρα
να ιδής τι θρώς που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!

– Τι Ρήγας, τι Ρηγόπουλα! είν΄ ο καινούργιος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης.
Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια,
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Και συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ΄ αυτά τα δάχτυλά σου,
πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν΄ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ΄ αίμα δεν έχει.

[….]

Κι΄ ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ΄ άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόϊδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
ναναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
Τ΄ αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τα ξύλα του κομμένα
πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ΄ από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι·
ζυγό και σπάθη από φτελιά. Κι΄ ήθελ΄ από αγριλίδα
νά ΄ναι χυτές οι ζεύλαις του. Μόνο ψωμί του, ελπίδα
ήτανε το ζευγάρι του. Μόνη κυρά του αφέντρα
στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Κι΄ όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ΄ επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιληά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τάσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.

[….]

Και στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ΄ ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχαις του κορμιού του.

– Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή ειν΄ η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόβι φάγ΄ η βρίζα
αυτό το βόΐδι το μανό, π΄ όσο βαθειά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι΄ ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι
και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Τότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει που θα φτάση!…»

Απόσπασμα από το ποίημα του
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Φωτεινός», Άσμα Πρώτον

 

Βοϊδάλετρο πλήρες
Από το βιβλίο του Πανταζή Κοντομίχη «ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΑΣ», εκδ. Γρηγόρη 1985

aletri2

(Πηγή: www.kolivas.de)