Εν τη ερήμω- του Μάκη Πολίτη

Ελεημοσύνη ή Δικαιοσύνη;

«Καλοντυμένα τα παιδιά των φαναριών
ζεσταίνουν τα χεράκια σε μικρές φουφούδες
που τους μοιράσαν αφειδώλευτα
αγγελικές υπάρξεις,
σεπτές κυρίες, κήρυκες αγάπης
από το Ψυχικό και την Εκάλη.
Ω, πόσο ευτυχισμένα τώρα τρίβουν τα παρμπρίζ
κι η νύχτα πέρασε».

Μια στροφή απ’ το ποίημα μου «η ακουαρέλα ενός ηλίθιου» όπου προσπαθώ τουλάχιστον να ειρωνευτώ τον θεσμό της «φιλανθρωπίας». Η Εκκλησία, σύλλογοι κυριών, ευγενικοί αστοί δαπανούν τον «πολύτιμο χρόνο» τους για να ανακουφίσουν τους «πάσχοντες» και τους  «αναξιοπαθούντες». Όπως γράφει και ο Jack London  «στα μέγαρα τους οι τοίχοι στάζουν αίμα», αλλά αυτό δεν τους βάζει εμπόδια  στο «φιλανθρωπικό» τους έργο.
Δεν θα πω τίποτε άλλο. Θα βάλω μάρτυρα υπεράσπισης των δικών μου σκέψεων τον αγαπημένο μου συγγραφέα Oscar Wilde. Στο κάτω-κάτω ούτε τη γνώση της απόλυτης αλήθειας διεκδικώ ούτε καλύτερα θα τα πω από αυτούς που θεωρώ μέντορες και δασκάλους μου.
Θα μου πείτε «ίδιοι είναι εκείνοι οι καιροί με τους δικούς μας»; Όχι βέβαια! Αλίμονο να μην είχε αλλάξει από τότε τίποτα, να μην είχαν πιάσει λίγο τόπο οι αγώνες και οι θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων της προόδου. Αλίμονο να μην είχε κάνει βήματα προς την Αλήθεια και το Φως η Γνώση και η Επιστήμη! Ο άνθρωπος… δεν ξέρω μόνο σε τι άλλαξε. Κατά την ταπεινή μου γνώμη παραμένει «ο αυτός, χθες, σήμερον και εις τους αιώνας». Λέμε ότι το μήνυμα της «Αντιγόνης του Σοφοκλή» παραμένει διαχρονικό. Γιατί παραμένει διαχρονικό; Γιατί και σήμερα οι εξουσίες, οι όποιες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές δεν εξετάζω, εμφορούνται από το πνεύμα της αλαζονείας, της υποκρισίας, της ηθικής κατάρρευσης και ούτω πως η εκμετάλλευση, η καταπίεση και η δυστυχία των ανθρώπων καλά κρατεί. Κατά την ταπεινή και πάλι γνώμη του γράφοντος αυτό  συμβαίνει γιατί απλώς και μόνον αυτός ο άνθρωπος, η κορωνίδα όπως λέμε της δημιουργίας, «χρειάζεται» και συντηρεί ακόμα εξουσίες και δυνάμεις επιβολής. Τέλος πάντων! Ας δούμε μόνο τι είχε επισημάνει πριν δυο χιλιάδες χρόνια   ο φτωχός τέκτων της Ναζαρέτ.
«Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ’ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος αν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος». (Κατά Μάρκον ί 42).
Κι επειδή αυτό το εδάφιο θα ήθελε μια ολόκληρη πραγματεία για να αναλυθεί, θα ξαναγυρίσουμε στον Oscar Wilde να δούμε τι έλεγε ο μεγάλος Ιρλανδός στο δοκίμιο του «The soul of man under Socialism». «Πολλές φορές ακούμε να λένε πως οι φτωχοί είναι ευγνώμονες για την ελεημοσύνη που τους δίνεται. Μερικοί από αυτούς είναι πράγματι ευγνώμονες, οι καλύτεροι όμως μεταξύ τους δεν αισθάνονται υποχρεωμένοι, είναι  αγνώμονες, γκρινιάρηδες, ανυπόταχτοι κι έχουνε δίκιο να είναι τέτοιοι. Η ελεημοσύνη νιώθουν πως είναι ένας κωμικά ανεπαρκής τρόπος μερικής επανόρθωσης ή αισθηματικό δώρο συνοδευόμενο από κάποια επίμονη προσπάθεια από μέρος του αισθηματία να επέμβει τυραννικά στην ιδιωτική ζωή του ευεργετούμενου. Γιατί λοιπόν να είναι ευγνώμονες για τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του πλούσιου; Πρέπει κι αυτοί να κάθονται στο τραπέζι, κι αυτό άρχισαν να το νιώθουν.
Όσο για τη δυσαρέσκειά τους, με το σημερινό περιβάλλον και την ταπεινή ζωή τους θα ήταν τέλεια κτήνη, αν δεν ήταν δυσαρεστημένοι. Η ανυποταξία για έναν που μελέτησε την ιστορία είναι η αρχική του ανθρώπου αρετή. Με την ανυποταξία εξασφαλίζεται η πρόοδος. Με την ανυποταξία και την επανάσταση.
Κάποτε επαινούν τους φτωχούς γιατί είναι οικονόμοι. Το να συστήνεις όμως στο φτωχό να είναι οικονόμος είναι υβριστικό και άνω ποταμών. Είναι το ίδιο σαν να συμβουλεύεις άνθρωπο που πεθαίνει από την πείνα να τρώει λίγο. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να δείχνει πως μπορεί να ζει σαν ένα κακομαθημένο ζώο.».
Αυτά έλεγε ο Oscar Wilde στα τέλη του προπερασμένου αιώνα και το χελιδόνι του Χειμώνα κι ο «Ευτυχισμένος  Πρίγκιπας» θα συμφωνούσε. Ακόμα τυφλός και γυμνός από το ίδιο το έλεος του.