Το Μεγανήσι όπως περιγράφεται σε πραγματεία του 1822

Ο Γουίλιαμ Γκούντισσον (William Goodisson 1785-1836) ήταν Ιρλανδός γιατρός. Εργάστηκε ως στρατιωτικός γιατρός για την Μεγάλη Βρετανία και θήτευσε αρκετά χρόνια στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα επί βρετανικής κατοχής.  Το 1822, όταν πια ήταν στο Γιβραλτάρ, εξέδωσε το βιβλίο του με τίτλο:  «Historical and Topographical Essay upon the Islands of Corfù, Leucadia, Cephalonia, Ithaca, and Zante: with Remarks upon the Character, Manners, and Customs of the Ionian Greeks», δηλαδή «Ιστορική και Τοπογραφική Πραγματεία σχετικά με της νήσους Κέρκυρα, Λευκάδα, Κεφαλλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο: με σχόλια σχετικά με τον χαρακτήρα, τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων του Ιονίου». Το εξώφυλλο του βιβλίου βλέπετε παρακάτω:

Στις σελίδες 82-84 του βιβλίου συναντάμε την περιγραφή του Μεγανησίου από τον Ιρλανδό γιατρό. Αναφέρεται σε κάποιο έτος γύρω στο 1819-20, παραμονές της Επανάστασης. Μετέφρασα το κείμενο όσο πιο πιστά μπορούσα. Ο χάρτης Λευκάδας και Μεγανησίου που ακολουθεί είναι από το ίδιο αυτό βιβλίο, από το τμήμα που περιγράφει την επίσκεψή του στην Λευκάδα. Τα στοιχεία που δίνει ο Γκούντισσον για τον πληθυσμό, την παραγωγή, την ζωή, την φύση του Μεγανησίου παρατηρούμε ότι ταυτίζονται με αυτά άλλων περιηγητών του 19ου αιώνα, όπως και με εκείνα του Ραγκαβή, όπως τα είχαμε δημοσιεύσει σε προηγούμενο άρθρο. Αυτό σημαίνει μάλλον ότι τα γραπτά του Γκούντισσον (μιας και είναι προγενέστερα) αποτελούν ίσως την πηγή των υπόλοιπων περιηγητών. Ας τα δούμε όμως λεπτομερώς:

  «Στην νοτιότερη είσοδο του καναλιού υπάρχουν μερικά νησιά που ανήκουν στην Αγία Μαύρα. Το πιο αξιόλογο από αυτά, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του ονομάζεται Μεγανήσι. Είναι περίπου δέκα μίλια σε μήκος. Οι ακτές του είναι δαντελωτές, σχηματίζοντας αρκετά εξαιρετικά λιμάνια, με βαθιά νερά.

  Η ξηρά του νησιού αποτελείται από λεπτό ασβεστόλιθο, όμορφα στρωματοποιημένο. Στην βάση του είναι τοποθετημένος σε οριζόντιες πλάκες διαφορετικού βαθμού πάχους, αλλά στρωμένες σε πολύ κανονική διάταξη. Η ίδια δομή είναι αρκετά εμφανής και στα ρηχά νερά, καθώς πλησιάζεις στο νησί, μόνο που εκεί η θάλασσα έχει απομακρύνει την χαλαρή ύλη στα διάκενα των πλακών. Ανεβαίνοντας προς την επιφάνεια αυτά τα στρώματα παίρνουν μια κατακόρυφη κατεύθυνση δίνοντας στην γη μια ραβδωτή εμφάνιση, καθώς το χώμα έχει ξεπλυθεί ανάμεσα από τα βράχια και σε βάθος αρκετών ποδιών. Αυτή η διαστρωμάτωση είναι προφανώς μια συνέχεια από τα αντίστοιχα βουνά της Σάντα Μαύρας, όπως στο γειτονικό Κατωχώρι που περιγράψαμε νωρίτερα. Έτσι, το σιτάρι και το χορτάρι που φυτρώνει στις πλαγιές, σχηματίζεται ανάμεσα στα κενά που αφήνουν τα κάθετα βράχια και η καλλιέργεια του μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με φτυάρι ή αξίνα, καθώς είναι αδύνατον να χρησιμοποιηθεί αλέτρι.

  Αυτό το βραχώδες νησί γίνεται ολοένα και πιο άγονο κάθε χρόνο, καθώς το χώμα διαρκώς παρασύρεται από τις βροχές και δεν υπάρχουν κοιλάδες για να το συγκρατήσουν στην πορεία του προς την θάλασσα. Ο σημερινός του πληθυσμός ανέρχεται σε πάνω από εξακόσιους ανθρώπους. Μια μεγάλη ποσότητα από αιγοπρόβατα βοσκάει πάνω στο νησί. Παράγει πολλά δημητριακά, ειδικά κριθάρι. Το λινάρι επίσης φυτρώνει εκεί σε αφθονία, ενώ παράγεται και μεγάλη ποσότητα τυριού. Το νερό είναι υφάλμυρο. Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν μια μεγάλη ποσότητα από εξαιρετικά κοράλλια ανακαλύφθηκε προς την ανατολική ακτή του νησιού και πιθανόν δεν έχει ακόμα εξαντληθεί πλήρως. Κάμποσες φελούκες με Ναπολιτάνους ασχολήθηκαν τότε με αυτή την αλιεία και, από όσο γνωρίζουμε, μάλλον με μεγάλη επιτυχία.

  Κατά την περίοδο που αυτά τα νησιά βρισκόταν υπό την κατοχή της   Βενετικής δημοκρατίας, ετούτο το μέρος ήταν το καταφύγιο πειρατών και δολοφόνων, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι δραπέτες ή παράνομοι από την Αλβανία [σσ: εννοεί τα εδάφη του Αλή Πασά]. Ο Όμηρος αποδίδει σε αυτούς τους νησιώτες, εφόσον παραδεχτούμε ότι υπήρξαν οι αρχαίοι Τάφιοι, τον ίδιο ακριβώς χαρακτήρα. Όπως αναφέρεται και στην Οδύσσεια: «Τάφιοι ληιστορες άνδρες…». Ο Μέντης, που ήταν ο βασιλιάς τους, λέει σε ένα άλλο χωρίο: «Τους τολμηρούς θαλασσινούς Ταφίους κυβερνώ». Οι δύο αυτές περιστάσεις, ότι δηλαδή το νησί έχει τόσο αξιοσημείωτα καλά λιμάνια, αλλά και ότι το λυμαίνονταν μέχρι τόσο πολύ πρόσφατα πειρατές, θα μπορούσαν ενδεχομένως να εκληφθούν ως συμπτώσεις, σε σχέση με τα επίθετα και τις περιγραφές του Ομήρου. Εντούτοις είναι αντίστοιχα και με την άποψη του Mons. D’ Anville, ότι δηλαδή το Μεγανήσι ταυτίζεται με την αρχαία Τάφο, μία εκ των Τηλεβοϊδων νήσων».