«Κοάξ»- ποίημα του Μάκη Πολίτη

Κοάξ

 

Όχι, όχι ακόμα, είπε ο κράχτης. Μην μοιράζεσαι.

Φωτιά, λάβα ψυχής το αίμα σου.

Ποιος άραγε μπορεί να το αντέξει;

Αυτό έχω μόνο, είπε ο Προμηθέας. Τι θες να  κάνω;

Ιδού το ζέον ύδωρ, ψιθύρισε  ο κράχτης. Ιδού η δοξάζουσα δόξα σου.

Ρέει τώρα ζευγαρωμένο με τη λάβα από τις φλέβες σου.

Χοπ-χοπ, οι εργάτες που δε σε πιστέψανε.

Χοπ-χοπ, αυτοί που ήθελαν να κάνουν δούλους τους αδελφούς τους.

Κοίταξέ τους.

Μεταλαμβάνουν και πηδάνε χαρούμενοι,

χοπ-χοπ, να διαδώσουν με τη σειρά τους

το χαρούμενο άγγελμα.

Ιδού το ζέον ύδωρ, ιδού η δοξάζουσα δόξα σου.

Να κι όσοι απαλείφουν πικρές, καθημερινές εικόνες.

Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν οσμίζομαι

τίποτ’ άλλο πέρα

από τις άκρως προσωπικές ηδονές.

Τείχος απροσπέλαστο το σπίτι μου,

η ζεστασιά μου.

Πώς να περάσουν οι αλλότριες οδύνες;

Ιδού όμως το ζέον ύδωρ,

ιδού η δοξάζουσα δόξα σου.

Τώρα, χοπ-χοπ, κι αυτοί πηδάνε, τρέχουν,

βρίσκουν τη θέση τους στις λαϊκές φάλαγγες.

Ζέον ύδωρ.

Να και οι άλλοι με τις λίμες στα χέρια

να εξευγενίσουν κάθε σκληρή γωνιά,

κάθε αιχμή ιδεοληψίας, εχθρότητας.

Μα τι θέλεις επιτέλους, υιέ των ανθρώπων;

Να περιμένουμε αιώνια

την ουτοπία μια νομοτέλειας;

Άφησε να τρέξει το ζέον ύδωρ,

άφησε να ζευγαρώσει η λογική με την έκσταση μέσα σου.

Δική σου και τώρα η δοξάζουσα δόξα.

Δεν βλέπεις;

Οι επαμφοτερίζοντες κι αυτοί δικοί σου.

Χοπ-χοπ, βρεκεκέξ, σκεπάζονται κι αυτοί

από τον τίμιο χιτώνα σου.

Χοπ-χοπ, βρεκεκέξ, κοάξ

γέλασε ο κράχτης και τότε ο Προμηθέας είδε.

Είδε το μαύρο συμπαγές μέταλλο

του άγριου έρκους

στο στόμα του συνομιλητή του.

Είδε ανάμεσα στα μαλλιά του

να προβάλλουν δυο μικρά σμαραγδένια κέρατα

ίδιας στιλπνότητας

με την αστραπή των ματιών του.

Αλίμονο είπε, ο τόπος γέμισε βατράχια.

Το «ζέον ύδωρ» σου δεν ήταν παρά

συφοριασμένο νερό του έλους.

Γελάστηκα λοιπόν, τι κρίμα!

Θα γίνω πέτρα τώρα. Το άρρωστο νερό δικό σου.

Δικοί μου οι ψαμμίτες της Αριζόνας,

οι δολομίτες των Άλπεων

κι ακόμα περισσότερο

οι πράσινοι σχιστόλιθοι του Καυκάσου.

Απόλαυσε εσύ τον χρόνο που κέρδισες,

τον χρόνο μόνο γιατί το αίμα μου,

κρύα και σκληρή λάβα τώρα

αποτράβηξα από τις βαλπουργίες νύχτες σου.

Θα περιμένω, θα περιμένω.

Θα περιμένω όσο χρειαστεί.

Θα περιμένω ναι, ως την ουτοπική νομοτέλεια,

ως τη Δευτέρα Παρουσία αν θέλεις.

Θα περιμένω ναι,

ωσότου αυτοί οι βάτραχοι που δημιούργησες

αναζητήσουν την ανθρώπινη τους υπόσταση.

Και τότε, γυιε της φθοράς, να είσαι σίγουρος,

θα έλθουν με την ταπείνωση της Γνώσης,

με την ανιδιοτέλεια της Θυσίας,

θα συρθούν στα πόδια του μαρμαρωμένου τιτάνα

για να γίνουν οι ίδιοι

και ψυχής λάβα

και ζέον ύδωρ και δόξα.

Δόξα ναι!

Δόξα δοξάζουσα.

 

Μάκης Πολίτης

 

Σημ.ΜΤ.: η φωτογραφία από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Άρη Μπινιάρη, Επίδαυρος 2021.