Μεγανήσι και… τζόγος!

 Δεν ξέρουμε πώς και πότε έγινε και συνδέθηκαν οι μέρες γύρω από την Πρωτοχρονιά με τα τυχερά παιχνίδια, αλλά αυτό μοιάζει παλιά ελληνική συνήθεια.

Μια συνήθεια που δεν άφησε ποτέ τον Μεγανησιώτη αδιάφορο. Όλοι γνωρίζουμε ιστορίες με Μεγανησιώτες τζογαδόρους, κυρίως της παλιότερης εποχής. Η προσήλωση στη θεά Τύχη λες και ήταν στο αίμα τους.

  Ένεκα που φεύγουν οι «καλές» μέρες, θυμηθήκαμε μερικές ιστορίες από το παρελθόν. Ιστορίες της τσόχας, αλλά και της αμίμητης μεγανησιώτικης ιδιοσυγκρασίας.

 

Η φωτιά
  Ο μπάρμπα Μ. είχε βγει από νωρίς στη σύνταξη. Που τον έχανες, που τον έβρισκες στο καφενείο του Σ. να παίζει χαρτιά. Δυο βήματα από το σπίτι του ήταν το καφενείο και αυτός πήγαινε πρώτος και έφευγε τελευταίος. Έπαιζε τα πάντα που είχαν σχέση με τραπουλόχαρτα. Κι όταν δεν έβρισκε εύκαιρους αντιπάλους έριχνε πασιέτζες ολημερίς. Όταν δε, φτιαχνόταν καρέ του έδινε και καταλάβαινε.
  Μια μέρα ο μπάρμπα Μ. είχε ρέντα διαβολεμένη. Όμως πάνω στο καλύτερο που τους ξεφουνιάριζε όλους ακούστηκαν φωνές και σκούξα. Μια συγγένισσά του τότε εμφανίστηκε ξετσίπωτη και αναμαλλιασμένη στην πόρτα του καφενείου φωνάζοντας τ’ όνομά του.
  «Τρέχα μωρέ χαϊδονοικοκύρη και πήρε η κουζίνα σας φωτιά!» έλεγε κι έγδερνε τα μάγουλά της.
  Ατάραχος όμως αυτός συνέχιζε το παιχνίδι.
  «Τρέχα μωρέ και έπιασε λαμπαρδίκα και θα γένει σκρούμπος το κονάκι σου!»
  «Παίζε μανούλα μου, κι άστηνε κι ας λέει» έλεγε ο μπάρμπα Μ. στους συμπαίκτες του.
  Από τα πολλά όμως κι από το σκούξο που δονούσε πλέον τη γειτονιά οι χαρτοπαίκτες –έστω κι από περιέργεια- σηκώθηκαν από το τραπέζι για να δουν τι πραγματικά συμβαίνει. Ο μόνος που δεν έλεγε να σηκωθεί ήταν ο τζογαδόρος μας.
  «Που πάτε ωρέ παιδιά, κάτστε λίγο να κάμουμε άλλη μια γύρα…»
Όταν όμως έφυγαν όλοι στράφηκε θυμωμένος και ξέσπασε στη συγγένισσα κραδαίνοντας τα τραπουλόχαρτα μπροστά στα μάτια της:
  «Τι καταλαβαίνεις ωρή; Μια φωτούλα είναι. Θα κάψει, θα κάψει, θα σταματήσει. Τέτοιο χαρτί όμως πού θα ματαβρώ;»

 

 

Το χρώμα
 Τα τραπέζια με την τσόχα είχαν στηθεί από νωρίς στο μαγαζί του Γ. Κάποια στιγμή στο μεγάλο καρέ της πόκας εμφανίστηκε κι ο Π., όπως κάθε Πρωτοχρονιά, ορεξάτος και με τον μισθό στην τσέπη. Μόνο που είχε ένα μικρό κουσούρι, αφού ήταν λίγο…περήφανος στ’ αυτιά. Το μάτι του βέβαια έκοβε, αλλά κατά τις τρεις το πρωί, κάτι η κούραση από το ξενύχτι, κάτι τρία τέσσερα πιοτά που είχε κατεβάσει, η προσοχή του άρχισε να χαλαρώνει.
  Σε μια παρτίδα λοιπόν με αρκετά πονταρίσματα κατεβάζει τα φύλλα του και ανακοινώνει περιχαρής:
  «Κέντα!» και κάνει ν’ απλώσει στο τραπέζι.
  Πριν όμως προλάβει να χαρεί βλέπει τον απέναντι αντίπαλο να απλώνει τη χερούκλα του για να μαζέψει τα χρήματα. Ο Π. δεν κατάλαβε τι ακριβώς είχε γίνει. Στην πραγματικότητα ο αντίπαλος είχε δηλώσει ότι είχε «χρώμα» (και τα πέντε φύλλα της ίδιας οικογένειας), άρα κέρδιζε. Ένεκα του κουσουριού του όμως ο Π. δεν είχε ακούσει γρυ.
  «Κέντα λέμε, και μάλιστα του άσου!» ξαναείπε με στόμφο πιάνοντας το χέρι του άλλου.
  «Χρώμααα…» επανέλαβε κι ο νικητής που είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
  Απτόητος ο δικός μας εξακολουθούσε να διαφημίζει την κέντα του μέχρι που η φωνή του αντιπάλου ανέβηκε στεντόρεια μέχρι το ταβάνι.
  «ΧΡΩΜΑ ωρέ χριστιανέ!».
  Ο Π. εδέησε ν’ ακούσει με την αγριοφωνάρα και σάστισε. Κοιτούσε ένα γύρω το τραπέζι για να συνειδητοποιήσει τι συνέβη.
  «Χρώμα; Πού; Τι χρώμα; Τι χρώμα;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε έκπληκτος.
  Κι ο κερδεμένος μαζεύοντας με το πάσο του την μπάζα:
  «Μπερδελό!».
  Τώρα αν το άκουσε ο Π., θα σας γελάσουμε.

 

 

Το σινιάλο
  Εκτός βέβαια από την πόκα στο καφενείο του Σ. την τιμητική της είχε και η κλασική δηλωτή. Φανατικός του αθλήματος ο μπάρμπα Ζ. δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία για μια παρτίδα.
  Μια μέρα είχε για ζευγάρι του στην κλασική δηλωτή έναν νεαρό φοιτητή. Ο Ζ. δε τον ήξερε σα συμπαίκτη, αλλά σου λέει φοιτητής είναι αυτός, ούλη μέρα κάθεται, θα ξέρει τράπουλα, δε μπορεί…Και δεν είχε άδικο. Ο φοιτητής ήταν καλός στη δηλωτή. Μόνο που είχε ένα μικρό προβληματάκι, το οποίο ο Ζ., για κακή του τύχη, αγνοούσε. Οι αντίπαλοί τους ήταν άμαθοι, δηλαδή μάλλον εύκολα θύματα. Παρ’ όλα αυτά η παρτίδα δεν πήγαινε καλά από την αρχή.
  Κάποια στιγμή ο Ζ. βλέπει τον φοιτητή να του κάνει μια αστραπιαία ματιά.
  «Ώπα! Σινιάλο!» σκέφτηκε.
  Ψάχνοντας μέσα στα φύλλα του βρίσκει έναν άσσο και τον κοπανάει σε πρώτη ευκαιρία ξερό (ήτοι απροστάτευτο) στο τραπέζι. Οι αντίπαλοι, άμαθοι- ξεάμαθοι, τον δήλωσαν ευθύς και τον έκαναν μια χαψιά. Ο Ζ. έτριβε το σβέρκο για να δει τι δεν πήγε καλά. Μέχρι όμως να διαλευκάνει το θέμα βλέπει τον συμπαίκτη του να του κάνει μια ακόμα ματιά, ακόμα πιο γρήγορη και, όπως του φάνηκε, όλο νόημα.
  «Άμα κι αυτό δεν είναι σινιάλο, εγώ είμαι δεσπότης» συλλογίστηκε και ξέρανε το δέκα το «καλό» (το 10 καρό). Οι αντίπαλοι αλληλοκοιτάχτηκαν και το περιμάζεψαν εν ριπή οφθαλμού, μαζί με τους πόντους του. Μια- δυο τέτοιες παρτίδες ήταν αρκετές και σύντομα οι εχθροί «βγήκαν» (κέρδισαν).
  Ο Ζ. που έβραζε μέσα του τόση ώρα δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στον φοιτητή:
  «’ Μω το ‘μω το χωριό σου, τι διάουλο σινιάλα μου κάνεις; Μπίτι μπαίγνιο είσαι;»
  Η απάντηση ήρθε σαν κεραυνός και έκανε την ομήγυρη να ξεσπάσει σε γέλια:
  «Τι σινιάλα μου τσαμπουνάς ωρέ μπάρμπα; Έχω τικ στο μάτι, δεν το ξέρεις;»
  Δεν το ήξερε, αλλά με το που το ‘μαθε δεν τον ξανάπαιξε.      

 

 

Άγιο χαρτί
   ` Ο Β. ήταν θαλασσόλυκος με τα όλα του. Συγκέντρωνε δε όλες τις αρετές του ψημένου ναυτικού. Πάει να πει έπινε μια στέρνα ούζο, χόρευε μέχρι εξαντλήσεως, κάπνιζε σαν τον μακαρίτη το Δεσσέα, βλαστήμαγε με λόγο ή και χωρίς και χαρτόπαιζε μανιωδώς.
  Ένα βράδυ στο τραπέζι της πόκας η γκίνια του έσπαγε κόκαλα. Όλο δεύτερος ερχότανε, έχανε δηλαδή στο τσακ. Βλαστήμαγε, χάλαγε την τράπουλα, έσκισε και κάνα- δυο για ν’ αλλάξει το γούρι, άλλαξε καρέκλα, τίποτα.
  «Ωραία παιδάκι μου» μονολογούσε «απόψε θα χάσω ένα μπάρκο!».
«Μαζί με τα ναύλα…» συμπλήρωνε απελπισμένος.
  Παρακαλούσε από μέσα του όλους τους θεούς και όλους τους δαιμόνους (όποιους τελοσπάντων βρισκόντουσαν κοντύτερα) για να γυρίσει η τύχη του, την οποία παρεμπιπτόντως στόλιζε ακατάπαυστα. Τα φύλλα που έπιανε τα άνοιγε αργά και βασανιστικά, θες για να εξευμενίσει τη θεά της τσόχας, θες από κείνο το διεστραμμένο ρίγος που καλιγώνει τους χαρτοπαίκτες.
  Μέχρι που κάποια στιγμή η εν λόγω θεά του χαμογέλασε και στα τέσσερα φύλλα που άνοιξε κρατούσε δύο άσσους και δύο ντάμες. Έριξε μέσα τα ρέστα του αβλεπί. Η παρτίδα είχε φουσκώσει και η μπάζα ήταν τέτοια που σχεδόν θα ρεφάριζε αν κέρδιζε. Το τελευταίο φύλλο όμως το άνοιγε καμπουριασμένος και σιγά- σιγά, λες και θ’ άλλαζε η φιγούρα του με τον τελετουργικό αυτό τρόπο. Εντωμεταξύ οι περισσότεροι είχαν πάει πάσο και απέμενε μόνο ένας παίκτης, ο οποίος εκτιμώντας πως η αργοπορία του θαλασσόλυκού μας σήμαινε ότι δεν κρατούσε αξιόλογα φύλλα κατέβασε τα φύλλα του στο τραπέζι παρουσιάζοντας τρεις ρηγάδες.
  «Τρεις παπάδες!» δήλωσε δυνατά για να επισφραγίσει τη νίκη.
  Ο Β. όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε τη γωνία ενός περήφανου άσσου να ξεπροβάλει, που γινόταν μαζί με τους άλλους δύο και τις ντάμες, φουλ του άσσου, χαρτί πανίσχυρο, αρχοντικό. Τότε ήταν που σηκώθηκε ορτός και κοπάνησε τη χαρτωσιά στο τραπέζι τόσο δυνατά που κόντεψε να το ξεστελιάσει. Η φωνή του πρέπει να ακούστηκε μέχρι τον Παλιόμυλο:
  «Ααα! ανηψέ, δεν κάνεις τίποτα με τρεις παπάδες! Έχω φουλ του Αγίου Χριστού με Παναγίες!»
 
 Φυσικά οι ιστορίες της μεγανησιώτικης χαρτοπαιξίας δεν τελειώνουν εδώ. Ίσως μάλιστα να μην τελειώνουν ποτέ. Κι αυτό γιατί ο Μεγανησιώτης (ακόμα και ο τζογαδόρος) παραμένει ανεξάντλητος.
Παναγιώτης Κονιδάρης