Το βυθισμένο αεροπλάνο

  Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανείς Μεγανησιώτης που να μη γνωρίζει για την ύπαρξη ενός βυθισμένου διθέσιου αεροπλάνου στο λιμάνι του Βαθιού, στην τοποθεσία Σουδαυλακέικα. Ποια όμως είναι η πραγματική ιστορία του άτυχου αεροσκάφους;
  Θυμάμαι όταν, παιδί ακόμα, πηγαίναμε παρέες-παρέες και το χαζεύαμε. Τότε έβγαζε ο καθένας μας ιστορίες από το νου του για το πώς βρέθηκε εκεί. Η επικρατέστερη ήταν αυτή που το βάφτιζε γερμανικό βομβαρδιστικό το οποίο κατέρριψαν ηρωικοί Μεγανησιώτες! Σκεφτόμασταν μάλιστα να οργανώσουμε και καταδυτικές ομάδες που θα ανέσυραν τον όποιο πολύτιμο θησαυρό θα είχε ξεμείνει μέσα στο βουλιαγμένο κύτος (ή τουλάχιστον κάποια όπλα για την…τιμή των όπλων!). Ουδέποτε ωστόσο φανήκαμε αρκετά τολμηροί για να πραγματοποιήσουμε την έρευνά μας αυτή. Η αλήθεια που μάθαμε χρόνια αργότερα απείχε πολύ από τους ηρωισμούς της φαντασίας μας.
  Βρήκαμε τον Μάντζαρη τον Γεράσιμο (Βλάχο Μητσικό) που έτυχε να είναι αυτόπτης μάρτυρας της πτώσης του και δέχτηκε με χαρά να μας μιλήσει για το περιστατικό. Να τι μας περιέγραψε (προσπάθησα να μεταφέρω πιστά την περιγραφή για λόγους παραστατικότητας):
 
«Ήταν Γενάρης του 1972 και ήμασταν με τον Λία [Αυγερινό] όξου από τον Σκορπιό. Καλάραμε την τράτα και μας είχε ντέσει. Όχι μία, τρεις φορές! Κι εκεί που βλαστημάγαμε και προσπαθούσαμε να την ξεντέσουμε ακούω μια βοή. Κάνω έτσι, και τι να δω; Ωρέ, λέω, το αερόπλανο του ‘Νάσση [Ωνάσση]. Αλλά τι αερόπλανο, που ήφερνε κωλοτούμπλες στον αέρα! Μέχρι να καταλάβω τι γίνηκε, μπλουμ! πάρτο μέσα! Είδαμε όμως την κουλούρα [σωσίβια λέμβο] που προλάβανε και την ανοίξανε.
  Παρατάμε την τράτα σύξυλη και τρεχάμε απάνου τους με ούλο το σβίδο τση μηχανής. Ήτανε δύο, ξένοι. Ο ένας ήξερε μπάνιο. Ο άλλος όμως όχι και είχε πιαστεί απάνου από την κουλούρα, να βγει η ψυχή του. Ο πρώτος μου έκαμε νόημα ότι είναι εντάξει και τράβηξα για τον άλλονα. Τον βουτάω απ’ το πέτο και του δίνω μια πεταξά, μέσα στο καϊκι. Αφού τους μαζώξαμε και τους δύο, δε μας έκοψε να τους φέρουμε στο χωριό μη θέλανε και τίποτα οι άνθρωποι, να τσου δει και κάνας γιατρός. Τραβήξαμε γραμμή για το Σκορπιό και τους βγάλαμε στου ‘Νάσση. Από κει και μετά καλέσανε το λιμεναρχείο και δεν τους απολάψαμε άλλο.
  Πρόκαμα και τον ρώτησα τον έναν, από πού ερχόσαστε ωρέ παιδιά; Δεν ήξερα και εγγλέζικα, Κόρφου, Κόρφου, καζίνο, μου λέγανε, την κατάλαβα τη δουλειά. Και ήτανε δυο παιδάρια! 22 χρονώνε το καθένα, δεν ήτανε. Κατάλαβες; Είχανε πάει στο καζίνο τα παιδιά να παίξουνε και γυρίζανε με το αεροπλάνο.
  Το αεροπλάνο, να μη σου πω, μπίτι φούντο. Φέρανε μετά και κάτι δύτες να το πιάσουνε, μπεεε, πού να το βγάλεις 45 οργιές νερό. Όμως έβαλα σημάδι και του ‘ξερα το μέρος. Για κάνα χρόνο πήγαινα απάνου και έβγαζα όλο σφυρίδες. Ξέρεις, η καλύτερη φωλιά για τση σφυρίδες είναι το αλουμίνιο! Δεν το μαρτύραγα πουθενά, αλλά μια μέρα ήρτε ο Τάσος ο Μητσικάκιας [Μάντζαρης] και μου’ πε να του δείξω το μέρος. Θα σε πάου ακριβώς από πάνου, του ‘πα! Δεν περνάει κανιά βδομάδα, κατεβαίνω στο Βαθύ, τι να ιδώ; Κόσμος, κακό, είδα και το σάκο φουσκωμένο, την ψυλλιάστηκα. Αααχ!  Πάνε οι σφυρίδες! Γιατί ωρέ μου το ’καμες αυτό;
  Τελοσπάντων, το σήκωσε με την ανεμότρατα. Ξέρεις τι σηκώνει η ανεμότρατα; Βουνό! Και το ‘φερε και τ’ αμόλησε έδε κειά. Νάθε το βγάνανε όξου τότε, για θέαμα ωρέ παιδί μου. Δεν ήτανε και μεγάλο, τρία- τέσσερα μέτρα να’ τανε. Δεν ξέρω μάιδε πώς χωράγανε μέσα. Αυτουνούς, τσου ξένους δεν τους ματάειδα. Όμως κάποτε ήρτε ένας ξένος και με χάλευε. Με πήε πέρα ‘κει και με ρώταγε διάφορα, αλλά δε καταλάβαινα γρυ και όλο νοήματα του έκανα. Δεν πιστεύω όμως να’ τανε από τα παιδάρια, ήτανε μεγάλος. Αυτά που λες…»
 
  Το μικρό αεροπλάνο ήταν αρκετά πιο έξω, στα μικράτα μου. Θυμάμαι την έλικά του να περισσεύει και να της πετάμε πέτρες να την πετύχουμε. Με τον καιρό βούλιαξε σιγά- σιγά στη λάσπη του λιμανιού και τώρα πια ίσα που είναι ορατό. Κι ο «θησαυρός» που έκρυβε βρίσκεται πια αποθηκευμένος στις μνήμες των ανθρώπων, όπως ο μπάρμπα-Βλάχος. Όπως αποθηκευμένο παραμένει και καθετί άλλο που ζωντάνευε ή αναστάτωνε την προβλέψιμη συστοιχία γεγονότων μιας γαλήνιας και όμορφης εποχής.