Ηταν κάποτε … ένα σπίτι.

Κάποτε ήταν ένα σπίτι που φτιάχτηκε με  μεράκι και  όνειρα .

Με πέτρα  τσιμέντο  ασβέστη και ξύλα, που με μεγάλο κόπο κουβαλήθηκαν,  να φτιάξουν ένα  μονόπατο η δίπατο κονάκι, και να κλείσουν μέσα  την οικογένεια.

Πετρα-πέτρα από εμπειρους ανθρώπους, χτίστες και μυστριστάδες,  και με την συνδρομή του γείτονα,του συγγενή,του φίλου.Ψηλά στο βουνό, χαμπλά στο Χωριό,η κοντά στη θάλασσα,ανάλογα με την δουλειά του κύρη του σπιτιού.

Κι ύστερα αγκάλιασε ζωές που ενώνονταν και έκλεισε μέσα την αγάπη του αντρόγυνου, τις φωνές των παιδιών τους ,τη συντροφιά των παπούδων.Μικρό η μεγάλο  όλοι χωρούσαν ….

Κι οι μυρωδιές έντονες και πλούσιες.Από το κούτσουρο που έκαιγε η γωνιά, η το φαί που έβραζε η γκαζέρα.Κι οι ήχοι από τη βροχή στο κεραμύδι γιατί  το σπίτι ήταν ανταβάνιαστο,η από το χτύπημα του σπανιολέτου απ΄ τον αέρα.

Και ζεσταινόνταν οι  καρδιές με την συμμάζωξη της οικογένειας το  βράδυ,και το Χειμώνα τα κορμιά με τη μπαλιάτσα και το σάισμα.  Τα χείλη γέλαγαν με τα αστεία της γιαγιάς, και  το μυαλό ταξίδευε με τις  μουστούρες  του παππού .

Και φώτιζαν τα μάτια στο σκοτάδι και μεγάλωνε τόσο το φως από τη λάμπα που έκανε τη νύχτα μέρα.

Και το φτωχικό γινόντανε  παλάτι.Και γέμιζε και πλάταινε και ομόρφαινε. Και όταν στη πόρτα έμπαινε η καδνέλα, έκλεινε μέσα του χαρές και πίκρες,βάσανα και έγνοιες ,και μεγάλωνε με αγάπη φαμελιές.

Κι η  αυλή μεγάλη με  σκάλα πέτρινη που ανέβαινε στο πάτωμα,πάντα ασπρισμένη. Με μπαντικά στα πλάγια και μπολίτσες.Και με πεζούλια γύρω γύρω για ξαπώσταμα. Είχε και φούρνο για ψωμί ,και σκάφη πέτρινη με σκαλιστή πλυταριά.Δεν είχε πάντα πορτόνι για προφύλαξη γιατί δεν είχε να σκιαχτεί κανέναν.Μόνο στην άκρη το κοτέτσι αν ο νοικοκύρης δεν είχε κοντά χωράφι.Κι ο απόπατος στην άκρη της αυλής ,έξω απ΄το σπίτι πάντα γιατί το νερό ήταν λιγοστό.

Το σπίτι ήταν χαρούμενο και δεν παραπονιόνταν για τίποτα.Ούτε για τον ασβέστη που συχνά του έβαζαν , ούτε για το κρύο που έμπαινε από τις χαραμάδες ούτε για τους βρεγμένους τοίχους από τις ρονιές της βροχής.Ακόμα κι οι σφελαγκουνιές στα ματέρια ήταν παρέα και συντροφιά .Και γέλαγε όσο γέλαγαν οι ανθρώποι, έκλαιγε όταν έκλαιγαν αυτοί,και γλένταγε όταν γλένταγαν.

Και ύστερα πέρασε ο καιρός και τα χρόνια που ήρθαν το άλλαξαν.Οι παπούδες  ταξίδευαν ,οι γονείς γινόνταν παπούδες  και τα παιδιά μεγάλωναν.Κι έφευγαν  σιγά σιγά για την μεγάλη πόλη. Και το σπίτι μίκραινε  ,και άδειαζε και μαράζωνε ,και τα  παράτησε .Κι άρχισε  να μπάζει, να κρυώνει, να μαραζώνει και να ριπίζεται …

Να νοιώθει έρημο ,παρατημένο, μοναχό .

Kαι οι φωνές λιγόστευαν σιγά-σιγά και  γίνονταν  ψίθυροι, ώσπου έπαψαν τελείως.

Κι όταν έφυγαν και οι τελευταίοι νοικοκύρηδες ,έφυγε μαζί τους και αυτό.

Και το σπίτι έγινε χαλάσματα,κι οι ψίθυροι…. σιωπή.

Εμεινε όμως το κουφάρι του να θυμίζει ότι,

κάποτε  ήταν ένα  σπίτι που είχε  μέσα του ψυχή…..