Αγκλίτσα και κουρφούγκι…με ντόπιο χιούμορ.

Είδος πρώτης ανάγκης το τερί το γάλα και το κρέας εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παράγονται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο στο νησί.

Όμως και εδώ οι  Μεγανησιώτες ξεχωρίζουν…

Εδώ οι τσοπάνηδες  δένονται  τόσο πολύ με τα πράμματά τους , τα μαρτίνια ,που σε κάθε ζώο έχουν  όνομα. Ειδικά στις προβατίνες.

Αυτό μπορεί να προέρχεται  από διάφορες πηγές.

Από τον τόπο καταγωγής του ζώου: Ετσι έχουμε την Θειακιά προβατίνα,την Ξενομερίτισσα,την Ζαβερτιανιά κ.ο.κ

Από το πρώην αφεντικό του: Η Δημήτρω, η Λευτέρω, η Μαριώ, η Κατίγκω. Η γιαγιά μου είχε μια προβατίνα που την έλεγε Ρούλα.

Από τον σωματότυπό του,και το χρώμα του μαλλιού: Η Σκολαρίκω ,η Τσούλα, η Κάτσαινα,η Λάγια, η Μούργα,η Ρούσα, η Κολοβή, η Ξεδοντιάρα..

Στα αρνιά το όνομα βγαίνει από το χρώμα : »το μπερδελό» , από την προβατίνα που προέρχεται: «Εκειό τσ΄λάγιας», ακόμα και από το μήνα της γέννησης του: Οκτωβριάτικο, Μαγιάτικο κ.α

Οι προβατίνες ονοματίζονται και από την παραγωγικότητά τους: Η Διπλάρω, η Στέρφα, Εκείνη-που-τα-σκάει, η Αδικόγεννη κ.α.

Οι βοσκοί  αγαπούν τα ζώα τους και τα φροντίζουν σε κάθε τους ανάγκη.

Τα βοσκάνε όλα μαζί όπου έχει χορτάρι και τα φυλάνε για  όση ώρα χρειάζεται. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί αν τα ζώα πάνε σε ξένο χωράφι δεν αφήνουνε τίποτα.

Έχουν ιδιαίτερη αδυναμία σε κεντρομάδες και κηπευτικά. Τότε αρχίζει το κυνήγι. Ο βοσκός κυνηγάει τα ζώα, κι ο ζημιωμένος τον βοσκό. Το θέμα ή θα πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, όπου εκεί θα ξετμωθεί η ζημιά, ή θα μείνει ως έχει κι ο δεύτερος αν είναι γυναίκα θα περιοριστεί σε απειλές και κατάρες.

Η μεγαλύτερη ζημιά προκαλείται από τα γίδια που καταστρέφουν και την περίφραξη, τα σύρματα ή τσι φραξίδες δηλαδή, και το χωράφι. Και τότε ο βοσκός είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την ζημιά φράζοντας απο την αρχή το ξένο χωράφι. Ούτε ο ασφελαχτός δε τα κάνει καλά.

Αν δεν φτάνουν τα  δικά τους χωράφια για να βοσκήσουν τότε πατάνε ξένα και πληρώνουν λειβαδιάτικα. Αυτά είναι από λάτα τερί ως αρνιά Λαμπριάτικα.

Τα ζώα χρειάζονται προσοχή και πολύ φροντίδα για να αποδώσουν. Κι αυτό απαιτεί χρόνο και κόπο.

Ο  τσοπάνης πρέπει να  είναι πάντα παραστεκούμενος.

Οταν το κριάρι βατεύει την προβατίνα, αυτός πρέπει να ξέρει αν πήρε για να υπολογίσει την ημερομηνία της γέννας.

Τότε, και κοντά να κατεβάσει η προβατίνα, πάλι πρέπει ναχει το νού του. Να ‘ναι εκεί για να κόψει το συντρόφι, να βάλει το αρνί στην προβατίνα να βυζάσει και να το πάρει στο στάβλο για να μη το φάει η αλπού. Εδώ δεν έχουμε λύκους. Λένε βέβαια ότι υπάρχουν αλποτσάκαλα !!!

Αν  δεν το θέλει  η μάνα του τότε αυτός θα το βγάλει με βυζολόγο ώσπου να χορταριάσει και να το αποκόψει. Αν είναι αρνάδα θα τη κρατήσει για προβατίνα. Αν είναι σερνικό θα το βγάλει το Πάσχα ή θα το κρατήσει για κριάρι.

Οι περισσότερες προβατίνες είναι στοργικές μανάδες. Ψάχνουν το αρνί τους βελάζοντας και ακόμα και να μην το βλέπουν το γνωρίζουν από τη μυρωδιά. Από ΄κεί βγήκε η παροιμία

«Θα το βρεί η στραβή τ’αρνί της»

Στις γέννες μπορεί να συμβούν διάφορα. Άλλα αρνιά γεννιούνται σκασμένα, άλλα γεννιούνται διπλάρικα, και άλλα με ανωμαλίες. Εκεί ο βοσκός ξορκάει το κακό γιατί το θεωρεί γρουσουζά.

Υπάρχει και η περίπτωση να  βρεί την προβατίνα  αποριμμένη ,και τότε το αρνί ψοφάει κι η προβατίνα πρέπει να αρμέεται για να μην πάθει μαστίτιτα.

Σε άλλες περιπτώσεις το αρνάκι μπορεί να μην δεχτεί το γάλα της μάνας του και να το σπορίσει. Το ίδιο όμως μπορεί για άλλους λόγους να πάθει και η προβατίνα. Αυτό προέρχεται συνήθως από κολιάντσα.

Κι εδώ ο βοσκός απίκου πάντα να γεροκομήσει το ζωντανό του.

Τα τραγιά επειδή είναι πολύ βαρβάτα και αγκαστρώνουνε συχνά τις γίδες, τα τσοκανίζουνε και προκαλούνε μουνούχισμα.

Το ζώο μετά, από τσίπος γίνεται μουνούχι. Αυτό το ζώο  δεν μυρίζει στο βράσιμο ,γιατί δεν έχει βαρβατίλα.

Τα κριάρια κουντράνε όμως, και θέλουν προσοχή. Πολλοί τους κόβουν τα κέρατα και τα κάνουνε σούτα.

Αλλες φορές τα ξεχωρίζουν σε στείρα και γαλάρια.

Τα ζώα χρειάζονται κι άλλη περιποίηση. Μόλις πιάνουν οι ζέστες πρέπει να κολοκουρίζονται, μέχρι να αρχίσει ο κανονικός κούρος.

Τα κουροψάλιδα βγάζουν καντίλες στο χέρι του βοσκού γιατί το μαλλί είναι τζίβα και γιομάτο πίνο και είναι πολύ δύσκολη δουλειά.

Στο κολοκούρισμα κόβουν το μαλλί γύρω γύρω απ΄την ουρά ενώ στον κούρο το κουρεύουν ούλο: γουλί!

Οταν αποκουρέψουν πάνε τα ζώα για μπάνιο στην θάλασσα.

Μια άλλη εργασία πολύ κοπιαστική είναι και το καθάρισμα του στάβλου. Το μαντρί πρέπει να καθαριστεί από την κροπιά και να μην μείνει ούτε βερβέλα γιατί βρωμάει άσχημα. Άσε που μπορεί να γιομόσει και ψύλους…

Τα ζώα πολλές φορές χάνονται και τότε ο τσοπάνης αρχίζει το ψάξιμο. Ακολουθεί το ένστικτο προσπαθώντας να μαντέψει την διαδρομή που ακολούθησε το ζώο. Μέχρι να ακούσει το κυπρί του που θα τον οδηγήσει σε αυτό.

Ξεχωρίζει το κουδούνισμα όπως και το ζώο. Μέσα σε χίλια νάναι γνωρίζει το δικό του.

Αν δεν ακουστεί κουδούνι τότε είναι πολύ πιθανό να το βρεί σε καμιά τρύπα στην καλύτερη περίπτωση νηστικό και γκαρανιασμένο για νερό, αν δεν έχει καμιά λόμπα κοντά του.

Μπορεί να το βρεί και δαγκαμένο από φίδι. Εκεί θέλει βάμμα στη  πληγή και εμβόλιο. Ή ακόμα και να το βρεί περδικλωμένο, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί.

Σε σπάνιες περιπτώσεις το ζώο μπορεί να έχει φάει καμιά φρυγανίδα και τότε θα το βρεί τούμπανο.

Η ευαισθησία και η φροντίδα του βοσκού φτάνει μέχρι την ώρα της σφαγή του. Εκεί τελειώνουν όλα κι αρχίζει η είσπραξη, η απολαβή….

Για σφαγή πάνε κυρίως τα αρνιά. Η διαδικασία της σφαγής γνωστή σε όλους. Με ένα κεφαλοκλείδωμα του κόβουν το γουργούρι και μετά αφού το κρεμάσουν ανάποδα απο μια ελιά του κάνουν μια τρύπα στο ποδάρι και φουσκώνουν το δέρμα με το φυσερό. Παλιά το φυσάγανε με το στόμα και τα χείλια τους γινόντανε τζουρνάδες απ’ το φύσημα. Το τομάρι του ζώου το πουλάνε. Η σκωταριά πάει μαζί με  το μαντήλι ,την μπόλια, και το ξίγκι. Με αυτή φτιάχνουνε κοκορέτσι ,γαρδούμπα και σπληνιάντερο, ή μαερίτσα το Πάσχα.

Το καλύτερο κομμάτι όμως είναι η πατσά με το πατσαλικοπόδαρο, αφού πλυθεί και ξεζγαστεί καλά. Το κεφαλάκι νερόβραστο και η γλώσσα με το μυαλό. Πολύ νόστιμο είναι και το ψαχνό που είναι γύρω από τα κάρκαλα του κεφαλιού.

Το κριάρι τρώγεται βραστό όπως και το τραϊ. Αν είναι πολύ παλιό είναι λίγο κάκοψο και θέλει καλό ξαφρίασμα. Κάνει όμως την καλύτερη κόκκινη σούπα με νιόκο.

Η πλάτη του ζώου εξετάζεται από τους ειδικούς. Σύμφωνα με το σχήμα και τα χαράκια προβλέπει το μέλλον της οικογένειας.

Η προβατίνα τρώγεται ψητή,αρκεί να μην είναι κοζόρα. Παλιοπροβάτινα δηλαδή. Αυτό φαίνεται από τα δόντια που της έχουν απομείνει. Όσο λιγότερα, τόσο πιο γερασμένη. Η γίδα πάλι είναι νόστιμη βραστή.

Εκτός από το κρέας τα ζώα δίνουν και το γάλα.

Το πρώτο γάλα μετά τη γέννα ,η γουλιάστρα δηλαδή γίνεται κουρφούγκι. Το ψήνουμε στο τεψί, ή σε φύλλο κουτσούνας.

Έχουμε το χλωροτύρι που βγαίνει σε σφήνα και χωρίζεται στα τρία μαζί με το κολάκι, και το ξερό που διατηρείται σε αρμούρα με πολύ αλάτι γι’ αυτό και είναι λύσσα.

Το γάλα αφού βράσει με την πυτιά μπαίνει σε τσαντίλες και σουρογαλιάζει σε ένα καζάνι. Αυτό το υγρό που περισεύει είναι το μόγαλο που ταϊζουν τα γρούνια.

Κάποιοι φτιάχνουν  διαούρτι και βούτυρο, αλλά μυρίζουν προβατίλα.

Ο εξοπλισμός των βοσκών είναι κι αυτός απαραίτητος για την δουλειά τους.

Απαραίτητα αγγειά είναι το καρδάρι, η ταϊστρα, η βίτσα για το σαλάισμα,το γκιγούμι για το άρμεγμα, τα κυπριά, το σουρωτήρι, το χασαπομάχαιρο, το κουροψάλιδο, η τρόμπα με  τη βέργα,  ο βυζολόγος , οι λάτες για το τερί και το μπρακάτσι για το γάλα.

Και η ντυμασά τους όμως πρέπει να είναι  ξεματοχινή.

Η αγκλίτσα,τα τσουράπια, η σκούφια και ο μπατατούκος για τις κρύες μέρες απαραίτητα.

Παλιότερα πουλούσαν και το μαλλί αφού το ξαίνανε και το πλένανε καλά. Με αυτό φτιάχνανε φλοκάτες και γιομίζανε μαξιλάρια. Με το τράγιο φτιάχνανε σαϊσματα και μπαλιάτσες. Τώρα δεν έχει τιμή …

Δεν θα βρείς πολλά μαρτίνια πια στο νησί. Όσα δεις όμως σίγουρα δεν θάναι ντόρκα. Κι άμα τ’ απαντήσεις σε δρόμο με το αυτοκίνητο δώστσου προτεραιότητα. Κόψε, κόρναρε και περίμενε να διαβούν. Τα ζωντανά δεν ξέρουν τον ΚΟΚ  και είναι αμαρτία να πάνε από τροχαίο. Ας τα φάμε καλύτερα με το περούνι, όχι με το αμάξι…

Καλά διάφορα…