«Γω ‘μαι Τσέλιος ο περήφανος…»

Είχα γράψει προ ημερών για δύο βιβλία που ξέθαψα πρόσφατα από παλαιοβιβλιοπωλεία και είχαν σχέση με το Μεγανήσι. Το δεύτερο εξ αυτών ήταν το «Ο Στρατηγός Δήμος Τσέλιος», βιβλίο της εγγονής του οπλαρχηγού Ευδοξίας Κουμουτσοπούλου που εκδόθηκε το 1930 από τον Π.Δ.Σακελλάριο στην Αθήνα. Η Κουμουτσοπούλου παραθέτει σχεδόν ολόκληρη την επιστολογραφία του Δήμου Τσέλιου-Φερεντίνου και εξηγεί ενδιάμεσα τις ιστορικές περιστάσεις που αποτελούσαν κάθε φορά το κάδρο των επιστολών. Θα αναρτήσουμε εν καιρώ αρκετά αποσπάσματα αυτού του βιβλίου γιατί έχουν πολύ ενδιαφέρον, τόσο για τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα στα μέρη μας εκείνη την εποχή, όσο και για τον χαρακτήρα του Μεγανησιώτη ήρωα. Ξεκινάμε με ένα κομμάτι από τις εισαγωγικές σελίδες (διατήρησα όπως πάντα την σύνταξη και την, ενίοτε λανθασμένη, ορθογραφία του κειμένου):

 

«…Περί του αναμφισβήτου τούτου γεγονότος της αναλήψεως Αρχηγίας αρματωλικού Σώματος τότε παρά του στρατηγού Δήμου Τσέλιου, του περίφημου Γέρο-Δήμου, πλην των λοιπών αποδείξεων αίτινες εισί γνωσταί μας, λίαν ευγλώττως λαλεί και το κάτωθι άσμα, όπερ οι σύγχρονοί του ομότεχνοι και μη έψαλλαν, όπως εξαίρουσι τας γενναίας του ανδρός πράξεις.

 

Πήρε ξημέρωμα κι αυγή Δήμο μου και Κωνσταντή

Και που θα λημεριάσουμ’ εμείς οι δόλιοι κλέφτες,

Κάτω στην Άρτα και Λούρο, σ’ ενός Παπά κονάκι,

Πες Δήμο μ’ που ξεχείμασες ντο περσυνό χειμώνα,

Πούχε τα κρύα τα πολλά και τα πολλά τα χιόνια.

Στην Πρέβεζα ξεχείμασα σενός παπά το σπήτι,

Κ’ εκεί χαρτιά μου στέλνανε πύχαν της βούλες μέσα.

Ήταν η βούλα του Πασσά, η βούλα του Βεζύρη,

Όσα κακά κι’ αν μ’ έκανες, Τσέλιο περήφανε, όλα στα συμπαθάω,

Τώρα σε θέλω φρόνιμον, σε θέλω εμπιστεμένον.

Γρήγορα ν’ άρθης Δήμο μου, ν’ άρθης να προσκυνήσης,

Να σου χαρίσω το ψωμί στου Λούρου και στην Άρτα,

Να φέρνης ντέβρι τα χωριά στη μούλα σου καβάλλα.

Γώμαι Τσέλιος ο περήφανος, Δήμος ο παινεμένος.

Κι άλλοτε ν’ έταξες σε με Ξηρόμερο και Βάλτο.

 

Ο Δήμος Τσέλιος είλκε την καταγωγήν εκ Ζάβιτζας χωρίου του Ξηρομέρου Ακαρνανίας, η οικογένειά του όμως διέμενεν προς ασφάλειάν της εις Μαγνησίαν [σημ.: εννοεί το Μεγανήσι] της Λευκάδος. Ούτος έφερε το πατρογονικόν του όνομα Φερεντίνος, καθό υιός του Α. Φερεντίνου, διατελέσαντος εν τη υπηρεσία της Ελληνικής Ναυτικής Μοίρας κατά το έτος 1827 και ακολουθήσαντος τον Στόλαρχον Λόρδον Κόχραν διοικητήν όντα αυτής, προς ην ο στρατηγός Δήμος Τσέλιος εχορήγησε ζωοτροφίας, ως προκύπτει εκ του κάτωθι εγγράφου:

 

(Εκ του πρωτοτύπου)

Έλαβα από τον κυρ Παναγιότι Χριστίδη γραμματικό του γιου μου καπετάν Δήμου Τσέλιου αλεύρα λίτρες χοντρές χίλιες ογδοήκοντα δύο, νου’ 1082, το οποίον υπόσχομαι με τον γυρισμόν μου από τον λορ. Κόχραν μετά δέκα ημέρας θέλω του το παραδώσω κατά τι ποσότητα όπου έλαβα ακολουθεί εις χείρας του και ούτος του δίδω το παρόν μου.

Πεταλά 1 Οκτωβρίου 1827

Ανδρέας Κωστόπουλος-Μάρτυς

Αναγνώστης Μπίστας- υπόσχομαι