«Ο κύριος με το ζαχαρί κοστούμι»- διήγημα του Μ.Πολίτη

b8945d71a9be84fc52e858a4beb0570e

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΤΟ ΖΑΧΑΡΙ ΚΟΣΤΟΥΜΙ

Ο κύριος με το ζαχαρί κοστούμι προχωρεί στην 3η Σεπτεμβρίου καμαρωτός. Ζαχαρί κοστούμι και πουκάμισο, λαμέ γραβάτα, μοιάζει σαν να βγήκε από θάλαμο εκπαίδευσης αστροναυτών.  Παπούτσια μοκασίνια σε ξεπλυμένο καφέ και αρκετά ανοιχτά ώστε να φαίνονται οι χοντρές πράσινες κάλτσες του. Όλο το παρουσιαστικό του μου θύμισε μία από τις γνωστές εκφράσεις του πνευματικού μου παιδιού, της Λένας, που ήταν κάποτε «emo», συναισθηματική μεν, αλλά και απόλυτη στους χαρακτηρισμούς της. «Κάγκουρας, παιδί μου, κάγκουρας!».

Τώρα πώς θυμήθηκα τη Λένα; Γειτονάκι ήτανε, τα σπίτια μας σχεδόν αντικριστά πάνω σ’ ένα πεζόδρομο. Σιγά-σιγά γνωριστήκαμε. Μακρύ μαλλί που της κάλυπτε το αριστερό μάτι, αποτρόπαιες σκιές κάτω απ’ τα μάτια και σκούρα βυσσινιά χείλη, έσπερνε τη φρίκη στους υπόλοιπους γείτονες. Ήμουν ο μόνος που αν και είχα σχεδόν τα τριπλά της χρόνια την αντιμετώπισα με σεβασμό και κατανόηση. Ο πατέρας της είχε μια βιοτεχνία δερματίνων ειδών στο Παγκράτι κι όταν μπαίνουνε πολλά λεφτά στο σπίτι μπορείς να είσαι και «emo» και «trendy» κι ότι διάολο θέλεις, να το παίζεις περιθωριακό άτομο και παράλληλα να αντλείς απ’ το προσκήνιο ότι μπορεί να σου δώσει. Και στη Λένα είχε να δώσει πολλά. Πρώτα-πρώτα ένα άνετο ιδιόκτητο σπίτι με όλα τα κομφόρ, ακριβό αμάξι, ψώνια όποτε γούσταρε, παρέες, γλέντια, ξενύχτια και τα γράμματα φορτωμένα στον κόκορα. Ίσα που κατάφερε να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου με τη βάση. Γιατί όχι; Αν χρειαστεί αργότερα να δουλέψει, δουλειά στρωμένη είχε, θα πήγαινε στη βιοτεχνία να πέρναγε μερικές ώρες παριστάνοντας το μεγάλο αφεντικό.

Έχει ο καιρός όμως γυρίσματα. Ο γέρος της ξανοίχτηκε με μια μεγάλη παραγγελία που ακυρώθηκε στο παρά πέντε. Πήρε καινούργια μηχανήματα, προσέλαβε κι άλλο προσωπικό, γέμισε τις αποθήκες με ακριβά δέρματα και τώρα…  άντε να πληρώσεις «αρζάν σκαστά» τους προμηθευτές. Θα μπορούσε να έκανε μια προσπάθεια να εκποιήσει το μεγαλύτερο μέρος, με ζημία βέβαια, αλλά μια μικρή ζημιά την άντεχε η επιχείρηση, πώς; Κοντά στην ατυχία όμως καραδοκεί πάντα και η μποσικάδα. Σου λέει, γιατί να τα πουλήσω; Μηχανήματα είναι, πρώτη ύλη είναι, όλα χρειάζονται. Θα πάρω ένα δάνειο να τακτοποιήσω τα πράγματα. Πήρε το δάνειο, έβαλε υποθήκη σπίτι και μαγαζί, αλλά πώς να το αποπληρώσει; Τον πνίξανε οι τόκοι. Οι παραγγελίες όλο και μειώνονταν, κεσάτια του διαόλου που λέμε και τα πράγματα όλο και χειροτέρευαν. Ο γέρος πέθανε ο καημένος από τη στενοχώρια του και η χήρα, η μάνα της Λένας πούλησε και μαγαζί και μηχανήματα και τα δέρματα στην αποθήκη ίσα-ίσα για να πληρώσει τις υποθήκες και να γλιτώσει το σπίτι που μένανε. Στο τέλος πουλήσανε και τ’ αμάξι.

Η Λένα τώρα, αν δεν ήθελε να πεινάσει έπρεπε να περάσει από το περιθώριο στο προσκήνιο της ζωής και να παλέψει. Να φέρει στο σπίτι μια δραχμή, όχι για να την κάνει λούσα και παιγνίδια, αλλά για να πληρώσουν τους λογαριασμούς και το καθημερινό τους έξοδο. Έκοψε λοιπόν τα μαλλιά της, ξεβάφτηκε, έβγαλε κάτι χαλκάδες που είχε περασμένους στη μύτη της κι έπιασε δουλειά σε καφετέρια. Δούλευε κάθε μέρα, χωρίς αργίες και ρεπό από τις οχτώ το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα. Μια μέρα, την είδα μόλις γύριζε. Είχε καθίσει στο παγκάκι, στον πεζόδρομο που χώριζε τα σπίτια μας, να ξεκουραστεί.

  • Τι κάνεις, Λένα, παιδί μου; τη ρώτησα.
  • Τι να κάνω, κύριε Νεόφυτε; Δεν τα ξέρετε τα δικά μας;
  • Κάνε υπομονή, παιδί μου, νέα είσαι θα τη φτιάξεις σιγά-σιγά τη ζωή σου. Κι ύστερα, να που δεν τα χάσατε όλα. Σας έμεινε το σπίτι. Κάτι είναι κι αυτό, Λένα μου. Συλλογίσου πόσος κόσμος δουλεύει και δίνει το μισό του μηνιάτικο για το νοίκι. Έχεις τη δουλίτσα σου, έχει κι η μάνα σου μια συνταξούλα, θα τα καταφέρετε περίφημα. Μη χάνεις το θάρρος σου.
  • Μα είναι δουλειά αυτή, κύριε Νεόφυτε, να σερβίρεις και να διπλώνεις τη μέση σου στον κάθε γραβατωμένο, στον κάθε κάγκουρα;
  • Πώς τα λες έτσι, βρε Λένα; Όλος ο κόσμος δουλεύει. Ή μήπως νομίζεις ότι αρέσει σε όλους η δουλειά που κάνουν; Αλλά με καλή καρδιά και με μεράκι όλα γίνονται. Κι ύστερα, τι έχεις με τους γραβατωμένους; Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά κι εγώ γραβάτα φοράω. Ούτε εμένα λοιπόν εκτιμάς;
  • Υπάρχει η γραβάτα της σεμνότητας και της καλαισθησίας και η γραβάτα της επίδειξης και της κακογουστιάς, κύριε Νεόφυτε. Κι αυτό θα ‘πρεπε να το ξέρετε εσείς καλύτερα από μένα. Έτσι δεν είναι;
  • Έχεις δίκιο, παιδί μου, έτσι είναι. Αλλά στο κάτω-κάτω, βρε Λένα, να τους σερβίρεις σου είπαμε τους ανθρώπους, όχι να τους παντρευτείς. Προς τι τόσο μένος λοιπόν;
  • Αυτό μου έλειπε να παντρευτώ κάγκουρα. Το φαντάζεστε, κύριε Νεόφυτε; Να παντρευτώ κάποιον απ’ όλα αυτά τα βλαχόμουτρα και βλακόμουτρα που συχνάζουν στις καφετέριες με τις φαρδιές γραβάτες, τους τεράστιους γιακάδες, τα μοκασίνια και τις μπορντό κάλτσες; Ε, πάει χάλασε ο κόσμος.
  • Για πες μου τώρα, πώς περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου, αν και απ’ ότι αντιλαμβάνομαι δεν πρέπει να έχεις και πολύ.
  • Όπως το είπατε, δεν έχω πολύ. Έξω δεν βγαίνω, οι παρέες μου μόλις μάθανε πως στέρεψε το μετρητό εξαφανιστήκανε. Περάσαμε τέτοια μπόρα και οι «καλοί μου φίλοι», που θα αλλάζαμε μαζί τον κόσμο, δεν πήραν ούτε ένα τηλέφωνο. Κάθομαι λοιπόν τα βράδια σπίτι και διαβάζω. Όταν θα είμαι έτοιμη θα δώσω εξετάσεις για να βελτιώσω τη βαθμολογία μου. Όχι ότι θα μου χρησιμέψει σε τίποτα αυτό, αλλά είναι ένα προσωπικό στοίχημα που θέλω να το κερδίσω.
  • Πολύ χαίρομαι που τ’ ακούω, Λένα, πολύ χαίρομαι. Σου εύχομαι να κερδίζεις πάντα τα προσωπικά σου στοιχήματα κι αν θέλεις βοήθεια στα αρχαία ελληνικά και λατινικά, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις.

Έγινε λοιπόν το σπίτι μου φροντιστήριο για τη Λένα. Χαιρόμουνα πραγματικά που έβλεπα μέσα από τις στάχτες της καταστροφής και της συμφοράς να ξεπετάγεται ένας υπέροχος χαρακτήρας, μια νέα γυναίκα που δίψαγε για γνώση και μάθηση. Περνούσε έτσι ο καιρός με φιλοσοφικές συζητήσεις και μαθήματα, ώσπου μια μέρα ήρθε ο σπιτονοικοκύρης μου και με παρακάλεσε να ξενοικιάσω τη μονοκατοικία που έμενα. Θα την παραχωρούσε λέει στην κόρη του και το γαμπρό του να μείνουν εκεί μετά το γάμο τους. Έτσι ισχυριζότανε αυτός. Οι κακές γλώσσες όμως λέγανε πως ήθελε να την γκρεμίσει για να την κάνει πολυκατοικία. Αλλά τι μπορούσα να πω; Είχε βλέπεις το πρόσχημα της ιδιοκατοίκησης. Αποφάσισα να νοικιάσω ένα δυαράκι στην Κυψέλη για να είμαι κοντά στο γραφείο που δούλευα. Έτσι, σχεδόν απότομα, έχασα την επαφή μου με τη Λένα. Ύστερα από έξι μήνες που έτυχε να κάνω μια βόλτα στην παλιά μου γειτονιά, είδα μια μοντέρνα πολυκατοικία να υψώνεται εκεί που κάποτε ήταν το σπίτι που έμεινα τόσα χρόνια. Ρώτησα για τη Λένα και κάποιοι γείτονες με πληροφόρησαν πως και η Λένα είχε φύγει από τη γειτονιά. Παντρεύτηκε λέει κάποιον πλούσιο κι έφυγε. Τη μονοκατοικία την κάνανε δωρεά στον γαμπρό να την δώσει αντιπαροχή για πολυκατοικία και η γριά μένει προσώρας με μια ξαδέλφη της στην Ηλιούπολη.

Αυτά θυμάμαι καθώς βλέπω τον κύριο με το ζαχαρί κοστούμι να περπατάει με βήμα ανέμελο. Μόνο που κάθε τόσο γυρίζει πίσω και κοιτάει. Τυχαία βρέθηκα πίσω του, στον ίδιο δρόμο, στο ίδιο πεζοδρόμιο. Εντελώς τυχαία. Έτσι όμως όπως κοιτάει αυτός σχημάτισα την εντύπωση πως εγώ είμαι το αντικείμενο που περιεργάζεται. «Γιατί με κοιτάει αυτός», σκέφτομαι. «Γνωριζόμαστε από κάπου; Μπα!». Τώρα με κοίταξε ακόμα πιο έντονα, στάθηκε, έβαλε το αριστερό χέρι στη μέση του και μίλησε. Ο κάγκουρας μίλησε!

  • Θα πάρεις τα πόδια σου καμιά φορά ή θέλεις να τ’ ακούσεις μεσημεριάτικα;

«Ρε άει στο διάολο», ψιθύρισα. «Τρελός είν’ αυτός;». Ετοιμαζόμουν να πω κάτι, ν’ αντιδράσω, αλλά άκουσα πίσω μου μιαν ασθμαίνουσα φωνή: «Δεν αργώ… έρχομαι… έρχομαι». Γύρισα και είδα.

Καμιά εικοσαριά μέτρα πίσω από μένα μια γυναίκα κρατάει στο κάθε χέρι τρεις σακούλες του σούπερ μάρκετ. «Δεν αργώ… έρχομαι… έρχομαι», είπε ξανά. Δεν μπόρεσα να τη δω στο πρόσωπο, γιατί έχει μια διαβολεμένη αντηλιά που με τυφλώνει. «Σε αυτήν απευθυνόταν ο τύπος και τον παρεξήγησα», σκέφτηκα. Η γυναίκα άφησε τις σακούλες στο πεζοδρόμιο για να ισοζυγιάσει το βάρος στα δυο της χέρια.

  • Πάλι κάτω τις άφησες; είπε εκείνος. Θ’ αποφασίσεις καμιά φορά πώς θα τις κρατάς; Άει στο διάλο πια, δεν αντέχεσαι!

Γενικά είμαι πράος άνθρωπος. Έτσι τουλάχιστον λένε οι άλλοι για μένα. «Ο Νεόφυτος; Τέρας γαλήνης και ψυχραιμίας». Αυτή τη φορά όμως ένοιωσα το αίμα μου να σφυροκοπάει τα μηνίγγια μου. «Ρε γαϊδουρογάιδαρε, έχεις φορτώσει σα μουλάρι τη γυναικούλα κι αντί να πάρεις κι εσύ δυο τσάντες να κρατήσεις, πηγαίνεις με τα χέρια κουνώντας και τη βρίζεις κι από πάνω; Ποιος νομίζεις ότι είσαι, ρε παλιανθρωπίσκε;». Βέβαια αυτά δεν τα ‘λεγα. Τα σκεπτόμουνα.

Ποιος ξέρει τι να του ήταν εκείνη η γυναίκα. Υπηρεσία του σπιτιού του; Δεν αποκλείεται. Σήμερα η 3η Σεπτεμβρίου έχει γίνει γιαπί. Μηχανές ξύνουνε την παλιά άσφαλτο τη φορτώνουνε σ’ ένα φορτηγό και γίνεται ο πανζουρλισμός. Η γυναικούλα πρέπει να έχει φορτωθεί τα ψώνια, μάλλον γιατί ο κύριος αυτός δεν θα μπορούσε να παρκάρει κοντά το αυτοκίνητο του. Τώρα έτσι όπως τον κόβω, θα μπορούσε άνετα όχι μόνο την υπηρεσία του αλλά και την υπάλληλο απ’ το μαγαζί του να αγγαρεύσει. «Θέλω να με βοηθήσεις σε κάτι ψώνια, να τα πάμε σπίτι μου, γιατί έχει κλείσει η 3η Σεπτεμβρίου». Άντε να πει όχι η φουκαριάρα και να την πετάξει ο κάγκουρας στο δρόμο να ψάχνει για δουλειά. «Άντε, ρε άτιμε», σκέφτομαι. «Άντε, ρε άτιμε, από κάπου θα βρεις το δάσκαλο σου. Έχει ο καιρός γυρίσματα».

Λίγο παραπάνω μόνο είχα σκοπό να πάω για να παρακολουθήσω μια διάλεξη σε κάποιο σύλλογο. Θα αποτραβηχτώ λοιπόν από την σκηνή του δράματος, αφήνοντας τη μοίρα, ή αν θέλετε τη ζωή την ίδια, να δώσει λύσεις σε τέτοιες αδικίες. «Έλα, ρε Νεόφυτε», μου λέει ο ένας μου εαυτός, ο συντηρητικός, «εσύ θα φτιάξεις τον κόσμο; Και να θέλεις, κακομοίρη μου μπορείς να τον φτιάξεις; Πήγαινε στη δουλειά σου. Με το ζόρι μπλεξίματα θέλεις;». Το alter ego μου όμως βράζει. Θηλιά έχει κάνει ο μασκαράς τη γραβάτα μου και με πνίγει: «Ρε Νεόφυτε, θα τον αφήσεις τον αλήτη να το παίζει σπουδαίος; Ούτε ένα «ντροπή σου» δε θα του πεις; Ου να μου χαθείς, παλιοδειλέ!».

Παλεύοντας ανάμεσα σε δυο θεριά βλέπω τον κύριο με το ζαχαρί κοστούμι να μπαίνει στο διάδρομο του μεγάρου. «Κι αυτός για τη διάλεξη ήρθε;», ρώτησα και τους δύο μου εαυτούς και πικρογέλασα. Τι διάβολο! Εδώ δεν έχει κατοικίες. Εδώ μόνο σύλλογοι, εντευκτήρια και γραφεία στεγάζονται. Πού θα τα πάει τα ψώνια; Μα ναι… ο σύλλογος στον πέμπτο έχει bazaar. Άλλη μόδα κι αυτή! Μαζεύουνε πράγματα, τα εκθέτουν σε πάγκους από ζυμαρικά μέχρι κομπιούτερ και τα πουλάνε για να ενισχύσουν τους συλλόγους. Για κάτι τέτοιο προορίζει κι ο κύριος με το ζαχαρί κοστούμι τα ψώνια που κουβαλάει το θύμα του. Αχ, μωρέ, να ‘μαι από καμιά μεριά να βλέπω. Πάνω σ’ ένα πάγκο αραδιασμένα τρόφιμα και χαρτιά υγείας και από κάτω μια μεγάλη επιγραφή: «Τα είδη μπακαλικής είναι ευγενική προσφορά του κυρίου Μήτσου Κάγκουρα».

Ο «Μήτσος ο Κάγκουρας» προχώρησε λίγο στο διάδρομο κι ύστερα γύρισε ξανά πίσω. Έβγαλε το κεφάλι του από την είσοδο και φώναξε.

  • Θα έρθεις επιτέλους, το στανιό μου μέσα!
  • Έρχομαι…. έρχομαι, μουρμούριζε εκείνη.
  • Βρε άντε και γ…. μεσημεριάτικα.

Γύρισε πάλι, άνοιξε τη διάφανη πόρτα και στάθηκε μπροστά στους ανελκυστήρες. Δεν άργησα να βρεθώ δίπλα του. Από κοντά τώρα τον βλέπω καλύτερα. Πενηντάρης γεροντομπασμένος με κοιλίτσα και μούτρο που πήγαινε να γίνει πλισέ. Γύρισε και με κοίταξε.

  • Καλύτερα καλέστε το άλλο, αν βιάζεστε, γιατί θα περιμένω τη σύζυγο μου.

Τόμπολα! Για φαντάσου λοιπόν! Ούτε υπηρεσία, ούτε υπάλληλος. Αμ’ εσύ φιλαράκο, βρήκες το μήνα που τρέφει τους έντεκα. Κούνησα το κεφάλι συγκατανεύοντας, αλλά κοντά ήμουνα να του πετάξω κατάμουτρα την περιφρόνηση μου. Κούνησα ξανά το κεφάλι μου από κεκτημένη ταχύτητα: «Δεν ντρεπόμαστε, λέω εγώ!», άκουσα τον άλλο μου εαυτό να μουρμουρίζει. Η σκέψη μου διακόπηκε από έναν μικρό ορυμαγδό. Τι είχε γίνει; Η γυναικούλα είχε πλησιάσει επιτέλους, αλλά στο διάδρομο συνέβη ένα μικρό «αξιντάν». Μια σακούλα είχε ξεπατωθεί από το βάρος και καμιά δεκαριά κονσέρβες γάλα σκορπίστηκαν και κυλούσαν εδώ κι εκεί.

Ο κύριος με το ζαχαρί κοστούμι δεν είπε τίποτα. Την κοίταξε μ’ ένα φονικό βλέμμα λες και ήθελε πραγματικά να τη σκοτώσει με τα μάτια του. Η γυναικούλα άρχισε να μαζεύει τα γάλατα και να τα μοιράζει στις υπόλοιπες σακούλες. Πέρασε από την ανοιχτή διάφανη πόρτα και σήκωσε το κεφάλι της. Με είδε και της πέσανε τα ψώνια από τα χέρια. Γρήγορα όμως συνήλθε, δεν είπε τίποτα, μόνο που σήκωσε ξανά τις σακούλες στα χέρια της. Εγώ πώς να συνέλθω; Κοντεύει να μου στρίψει, να μου ‘ρθει κόλπος. Η Λένα!

Αχ, βρε Λένα! Νόμιζα πως σε ήξερα. Γιατί, κοριτσάκι μου; Γιατί ξεπούλησες έτσι τη ζωή σου; Πού είναι τα προσωπικά σου στοιχήματα, η περηφάνια, το φωτεινό σου χαμόγελο;

  • Νομίζω ξέχασα ένα κουτί γάλα στο πεζοδρόμιο, είπε.
  • Ε, τι περιμένεις, άντε να το μαζέψεις και γρήγορα.

Εκείνη άφησε τις σακούλες σε μια γωνιά και προχώρησε με αργά βήματα ως την έξοδο.

  • Άντε, πιο γρήγορα, ξεφυσούσε ο κάγκουρας.

«Πάει να κλάψει», ψιθύρισα χωρίς να το θέλω.

  • Είπατε τίποτα;
  • Όχι, κύριε. Το ασανσέρ ήρθε. Θα μπείτε;
  • Σας εξήγησα, κύριε, ότι περιμένω τη γυναίκα μου. Μα γιατί τόση ώρα δεν καλέσατε το άλλο;
  • Αυτή είναι η γυναίκα σου;

Εκείνος παραξενεύτηκε από τον ενικό, αλλά δεν είπε τίποτα. Ξεροκατάπιε μόνο και ξίνισε τα μούτρα του.

  • Γιατί ρωτάτε; είπε ύστερα από λίγο.
  • Αυτή που τη φόρτωσες σα μουλάρι; συνέχισα εγώ.
  • Σας παρακαλώ, κύριε, δεν έχω κουβέντες μαζί σας.
  • Αυτή που την έβριζες; Που της είπες να πάει να…
  • Έχεις όρεξη για καυγά, ρε;
  • Η καμπουρίτσα είναι; Αυτή που έχει γίνει σαν αγκίστρι;
  • Ναι, ρε αυτή είναι. Τραβάς κάνα ζόρι;
  • Η Λένα λοιπόν είναι η γυναίκα σου; Απάντησε μου.
  • Από πού τη ξέρεις εσύ, ρε;
  • Αμ, δεν την ξέρω. Νόμιζα πως την ήξερα. Έτσι που την κατάντησες άσ’ την να πάει εκεί που την έστειλες προηγουμένως. Καλύτερα θα ‘ναι. Ναι, ρε, καλύτερα. Επάγγελμα πόρνη. Από να ‘ναι μαζί σου εκατό φορές καλύτερα, ρε. Εκατό φορές καλύτερα!

Νοιώθω τα χέρια μου να φεύγουν απ’ το κορμί μου και να κατευθύνονται στο λαιμό του. Όχι, Θεέ μου, δε θέλω να γίνω φονιάς. Μα τούτα τα ρημαδιασμένα δεν μ’ ακούνε και πλησιάζουν… πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Σταματήστε με λοιπόν… σταματήστε με πριν να είναι αργά. Είναι κανείς εδώ; Είναι κανείς εδώ;

 

Μάκης Πολίτης